Ψυχή.
Απλή λέξη, δισύλλαβη.
Από τη μια, τόσο μικρή που έτσι χρατς! την κάνει ο προιστάμενός σου με τις προσβολές του και το πορτοκαλί χνούδι της γίνεται θρύψαλλα μέσα στα χέρια του.
Από την άλλη, φαίνεται τόσο μεγάλη στα μπράτσα του παραολυμπιονίκη, όταν σηκώνει ψηλά τα χέρια από χαρά και χαρίζει το κατόρθωμά του σε όλους όσους θεωρούνται… μισοί.
Και είναι τόσο αιώνια όσο και η θύμηση.
Αλλά και τόσο πρόσκαιρη όσο το ακριβό σου μπλουζάκι.
Τόσο ατσάλινη στα χέρια του χειρουργού που σου δίνει ζωή, όσο εύθραστη σαν πεταλουδίτσα. Κοπανιέται γύρω από το φως της λάμπας, λες και είναι νόημα της ζωής της. Ξέρει, άραγε, πόσο λίγο θα ζήσει;
Και νιώθει άτλαντας μπροστά στη βαριά νόσο αλλά και πούπουλο, όταν κάνεις το καλό.
Χιλιόμετρα να διανύει για να δείξει φροντίδα αλλά κάποιες μέρες να μη θέλει να κάνει τίποτε, και να ‘ναι με τα πόδια στο τραπέζι μ’ ένα φρέντο στο χέρι να αναδεύει τα “γιατί” της. Γιατί και η ψυχή μας, άνθρωπος είναι!
Τη λένε και άβυσσο. Έχει μια μπλε, σκοτεινή σιωπή. Φοβόμαστε να την εξερευνήσουμε.
Όμως στην πραγματικότητα, είναι πιο απλή και προσιτή απ’ όσο φανταζόμαστε.
Δεν θέλει αποκτήματα. Ούτε λούσα και αρώματα. Ούτε ψάχνει συνταγές επιτυχίας, απόδοσης ή ευτυχίας. Έχει ανάγκη μόνο να την ακούς που και που, όταν βρεις χρόνο. Να ακούς τις ιστορίες της, τα συναισθήματα, τις έννοιες και τις εικόνες που έχει μαζεμένες. Σαν τη γιαγιά και τον παππού σου, με μια κουβερτούλα στα πόδια για να δίνει ζεστασιά.
Ναι, η ζεστασιά κάνει την ψυχή να μιλάει ροδάνι.
-Και πού μένει η ψυχή; Στο νου, την καρδιά ή το σώμα;
-Μα, όπου της ανοίξεις. Ζητιάνος είναι. Μην της αποστρέφεις το βλέμμα.
Δώσε της την προσοχή που της αξίζει. Άλλωστε,
“Ψυχή μου”, δεν λέμε σε όσους νοιαζόμαστε και αγαπάμε;.