Η συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών (ΚΟΑ) στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με τον Άλκη Μπαλτά στο πόντιουμ, την περασμένη Παρασκευή, θύμισε σε κάποιους μιαν άλλη του Μίκη Θεοδωράκη, πριν από αρκετά χρόνια, με αφιέρωση στον εκλιπόντα αδελφό του και ποιητή Γιάννη Θεοδωράκη. Ετούτη, είχε μια παρόμοια χροιά και άρχισε με το γνωστό τραγούδι του Μίκη «Την πόρτα ανοίγω το βράδυ», για τους αδικημένους της κοινωνίας, σε στίχους του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη. Αυτή τη φορά, η μελωδία του τραγουδιού, σε νέα εκδοχή για συμφωνική ορχήστρα με τη συνθετική σφραγίδα του Άλκη Μπαλτά, χωρίς φωνή και με το κοινό να το ψιθυρίζει μέσα του, ήταν θαρρείς μια προσευχή.
Έτσι ξεκίνησε αυτή η απροσδιόριστου αριθμού συναυλία του 75χρονου αρχιμουσικού – αγωνιστή του μουσικού μας πολιτισμού που έχει στο ενεργητικό του αμέτρητες συναυλίες στην Ελλάδα καθώς και σε περισσότερες από 20 άλλες χώρες και ηγείται εδώ και 20 σχεδόν χρόνια συμφωνικών μουσικών συνόλων της Κέρκυρας, ενώ στη μακρά θητεία του έχει καταλάβει πλείστα όσα ηγετικά αξιώματα και τιμητικές θέσεις στα κορυφαία μουσικά σύνολα της Ελλάδας.
Ο χαλκέντερος Άλκης Μπαλτάς επελέγη από την ΚΟΑ για να εγκαινιάσει, ως μαέστρος της, κύκλο συναυλιών εστιασμένο στην αδιάσπαστη και πολύμορφη σχέση της μουσικής με την ποίηση, τόσο στην Ελλάδα όσο και παγκοσμίως.
Η ΚΟΑ είχε παραγγείλει όμως σε εκείνον και μια σύνθεση που θα αφορούσε τον αδελφό του, τον εκλιπόντα το 2021 κορυφαίο βιολοντσελίστα Ρένο Μπαλτά, που συνέχισε κι αυτός με λαμπρότητα μιαν αξιοσημείωτη μουσική παράδοση των γονιών τους, η οποία σημάδεψε άλλωστε την πορεία και του Άλκη Μπαλτά.
Η σύνθεση αυτή, τιτλοφορημένη «Απώλεια» και διάρκειας άνω των 20′, ήταν το δεύτερο κομμάτι της συναυλίας και έκλεισε το πρώτο μέρος της, με τον Μπαλτά στο πόντιουμ να παλεύει να συγκρατήσει τη συγκίνησή του και το κοινό να μην λέει να κοπάσει το χειροκρότημά του. Το πρόγραμμα της συναυλίας, όπως και σχετική ανακοίνωση της ΚΟΑ, εξηγούσε άλλωστε τι ακριβώς ήταν η «Απώλεια». Ο ηθοποιός Δημήτρης Καταλειφός την προανήγγειλε, πλάι στην ορχήστρα, διαβάζοντας θαυμάσιους στίχους στενού συγγενή του Ρένου και του Άλκη Μπαλτά, της γιαγιάς τους Χρυσάνθης Ζιτσάιας. Τέτοιους στίχους: «Είσαι σ’ όλα γύρω, των πραγμάτων μύρο, σ’ όλα τα μεγάλα και τα ταπεινά. Στο πικρό το δάκρυ, στου καιρού τα μάκρη, είσαι μα δεν είσαι, ωιμένα, πουθενά».
Οι μουσικά μυημένοι, από το κοινό, αλλά και αμύητοι που λίγο νωρίτερα σε ειδική αίθουσα του Μεγάρου είχαν ακούσει τον Άλκη Μπαλτά (γενν. 1948, Θεσσαλονίκη) να μιλάει για το περιεχόμενο της συναυλίας και συμβολισμούς που περιέχουν διάφορα μουσικά έργα συνθετών παγκόσμιου βεληνεκούς, μαζί και για τον Μίκη Θεοδωράκη ο οποίος, όπως είπε, του είχε συμπαρασταθεί όταν ως καλλιτεχνικός διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (ΕΛΣ) είχε έλθει «σε σύγκρουση με την εξουσία» εμμένοντας στις αρχές του, αντιλήφθηκαν και κάτι άλλο, σημαδιακό. Είχε δοθεί έμφαση στη νότα «ρε». Έγινε αυτό στη σύνθεση του έργου, συμβολικά, για τα δύο πρώτα γράμματα ενός ονόματος. Ακριβώς προς τιμήν του Ρένου Μπαλτά (1944-2021), ο οποίος για 35 χρόνια υπηρέτησε ως κορυφαίος στο βιολοντσέλο στην Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης (ΚΟΘ), στη γενέτειρα πόλη των μουσικών Μπαλτάδων, αφήνοντας κι εκείνος με πολλαπλές συμμετοχές σε πληθώρα συναυλιών με διάφορες ορχήστρες το δικό του ιδιαίτερο αποτύπωμα στα σύγχρονα μουσικά πράγματα της χώρας.
Υποβλητική, η «Απώλεια» εντυπωσίασε. Έμεινε ίσως άσβεστη στη μνήμη. Δεν αποκλείεται, υποθέτουμε, να καταγραφεί ως ένα από τα κορυφαία συνθετικά έργα του επικεφαλής εδώ και 13 χρόνια της Συμφωνικής Ορχήστρας της παλαιότερης Φιλαρμονικής της Κέρκυρας, ο οποίος ήδη από το 2004 είχε τον ίδιο ρόλο στην ανάλογη ορχήστρα του τότε Δήμου Κερκυραίων, σε συνέχεια των κορυφαίων ηγετικών ρόλων που εκπλήρωσε ή συνεχίζει να εκπληρώνει σε τέτοια μουσικά σύνολα, όπως η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης (ΚΟΘ), η Συμφωνική της ΕΡΤ, το Ελληνικό Ωδείο ή η Συμφωνική της Κύπρου, πέραν του αντίστοιχου της ΕΛΣ.
Πολύ πριν από την έναρξη, ο Άλκης Μπαλτάς είχε εξομολογηθεί πως η συγκεκριμένη συναυλία ήταν γι’ αυτόν μια από τις πιο δύσκολες. Δεν μπόρεσε ούτε στο πόντιουμ να κρύψει την έντονη συναισθηματική του φόρτιση.
Είχε πει: «Ο αδελφός μου Ρένος Μπαλτάς αφιέρωσε όλη του τη ζωή στη Μουσική. Σπούδασε βιολοντσέλο στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης και συνέχισε τις σπουδές του στην Ανωτάτη Μουσική Ακαδημία της Βιέννης. Ήταν για 35 χρόνια μέλος της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης στη θέση κορυφαίου της ομάδας των βιολοντσέλων. Παράλληλα είχε δραστηριότητα και σε συναυλίες μουσικής δωματίου και δίδαξε βιολοντσέλο στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης (…) Το έργο “Απώλεια” είναι ένας θρήνος που εκφράζει την βαριά θλίψη μου για την απώλεια του αγαπημένου μου αδελφού. Στο έργο η νότα ρε κυριαρχεί στην αρχή και στο τέλος του έργου ως ένας μακρινός συμβολισμός. Μετά από μια εισαγωγή των εγχόρδων, που βασίζεται σε μεγάλης διάρκειας κρατημένες νότες και σε παύσεις, το σόλο βιολοντσέλο αρχίζει το θρηνητικό του τραγούδι. Με επεισόδια άλλοτε ήρεμα που συμβολίζουν την αδελφική αγάπη και άλλοτε αγωνιώδη ως μνήμες της δύσκολης περιόδου πριν το μοιραίο. Μετά από στιγμιαία αναφορά στην αρχική μελωδία της “Σερενάτας” του Αντονίν Ντβόρζακ (έργο που ζήτησε να ακούσει λίγο πριν το τέλος), το βιολοντσέλο σιωπά σβήνοντας την ένταση πάνω στη νότα ρε και παραμένει σιωπηλό μέχρι το τέλος του έργου. Ακολουθεί παύση και μετά, ως συμβολισμός για το μεγάλο ταξίδι, ακούγεται από βιολοντσέλο της ορχήστρας το σύντομο τετράμετρο θέμα από τον “θρήνο για την αποχώρηση του αγαπημένου αδελφού” από το έργο “Capriccio” που σε πολύ νεαρή ηλικία έγραψε ο Γ. Σ. Μπαχ για τον αποχωρισμό από τον αδελφό του ο οποίος έπρεπε, λόγω ταξιδιού, να φύγει από το σπίτι τους. Τα έγχορδα της ορχήστρας συνεχίζουν με έναν μικρό επίλογο σαν προσευχή. Το έργο τελειώνει καθώς τα βιολιά και οι βιόλες ανεβαίνουν προς πολύ ψηλές νότες, ενώ συγχρόνως τα τσέλα και τα μπάσα κατεβαίνουν προς χαμηλούς, βαθιούς ήχους. Ο τελευταίος αυτός επίλογος είναι εμπνευσμένος από στίχους της γιαγιάς μου (…)».
Σαν να μας έβγαλε από το στόμα μια λέξη που λόγω αναρμοδιότητας δίσταζε να βγει, κοντινός μουσικοκριτικός αναφώνησε για τη σύνθεση, εν μέσω των ζωηρών χειροκροτημάτων: «Μεγαλειώδης».
Με τμήματα από τα καταπληκτικά έργα «Χρονικά της Λατινικής Αμερικής – Κοντσέρτο για κλαρινέτο και ορχήστρα» του Αργεντίνου Ντάνιελ Φρέϊμπεργκ (1957) και «Άμλετ – Σουίτα από την κινηματογραφική μουσική – Έργο 116Α» του Ρώσου Ντμίτρι Σοστακόβιτς (1906-1975), σε άλλους, έντονους τόνους, ολοκληρώθηκε στο δεύτερο μέρος της η συναυλία αυτή της ΚΟΑ, για τη μουσική και την ποίηση.
Ήταν πολύ, ήταν ατέλειωτο το τελικό χειροκρότημα.
Αφορούσε τον Άλκη Μπαλτά και όλους τους συντελεστές, ανάμεσα στους οποίους είχε περίοπτη θέση ως σολίστ και ο Κερκυραίος κλαρινετίστας Σπύρος Μουρίκης – «Δεν ξέρω πόσοι μουσικοί τόσο υψηλού επιπέδου υπάρχουν στην Ευρώπη…», ακούστηκε να λέει χαρακτηριστικά ο Μπαλτάς για εκείνον σε φιλική συζήτηση πριν από τη συναυλία. Αφορούσε το χειροκρότημα για την ορχήστρα της ΚΟΑ στη συναυλία, μεταξύ των άλλων, δέκα ακόμη εξέχοντες μουσικούς της ΚΟΑ που -αυτούς τουλάχιστον διακρίναμε, ίσως έχουμε παραλείψει κάποιον- έκαναν στην Κέρκυρα τα πρώτα τους μουσικά βήματα ή κατάγονται από το νησί μας: Τους Γρηγόρη Ασωνίτη (κόρνο), Κώστα Αυγερινό (τρομπόνι), Σπύρο Κάκο (κόρνο), Βαγγέλη Καραμπά (τρομπόνι), Κατερίνα Κοσκινά (κρουστά), Νίκο Μάνδυλα (1ο βιολί – αναπληρωτής εξάρχων), Γιώργο Ραράκο (τούμπα), Χρήστο Σαλβάνο (κόρνο), Βαγγέλη Σταθουλόπουλο (φλάουτο) και Κώστα Τζέκο (κλαρινέτο).
Αλλά μήπως και ο ακούραστος Άλκης Μπαλτάς, που διαρκώς προσπαθεί ώστε να εξευρεθεί ο τρόπος να αποκτήσει επαγγελματική διάσταση η Συμφωνική της ηλικίας 183 ετών Φιλαρμονικής Εταιρείας Κέρκυρας, δεν έχει δικαιωματικά αποκτήσει με το νησί μια σχέση που τον τοποθετεί μεταξύ των οικείων προσώπων του τόπου;
Να μία ακόμη απόδειξη: Με γνώμονα τη συμβολή, συνέθεσε τρία νέα έργα για την επικείμενη συναυλία της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών για τα 100 χρόνια από τον θάνατο του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, συνδυάζοντας σονέτα και πεζά έργα του κορυφαίου Κερκυραίου λογοτέχνη.
Ο Μίλτος Λογιάδης, αρχιμουσικός – καλλιτεχνικός διευθυντής του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, έχει πει μεταξύ άλλων για τον μαέστρο, τον συνθέτη και τον άνθρωπο Άλκη Μπαλτά: «Ως συνθέτης συνδυάζει αβίαστα το μοντερνισμό με την κλασικότητα. Είναι ένας άνθρωπος με ήθος, συνέπεια και καλός επαγγελματίας, που η στάση του χαρακτηρίζεται από υψηλά ιδανικά και όρια που του θέτει ένας ηθικός κώδικας αξιών».
Ας κλείσουμε αυτές τις γραμμές με λίγα πρωθύστερα λόγια του ίδιου του Μπαλτά:
«Ξεκίνησα να γράφω μουσική από πολύ μικρός, περίπου στα δέκα, δεν είχα καθόλου γνώσεις και τα έργα ήταν πρωτόλεια, αλλά ήταν η επιθυμία μου να γράψω. Είχα όμως μια μεγάλη τύχη, την οικογένειά μου (…) Η μητέρα μου ήταν μουσικός, έπαιζε βιολί στην Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης, ο αδελφός μου τσελίστας στην ίδια ορχήστρα, ο πατέρας μου ερασιτέχνης στη βιόλα, εγώ έπαιζα βιολί. Να, ένα κουαρτέτο πρώτης γραμμής για μένα. Παίζαμε κάθε Κυριακή στο σπίτι, πολλές φορές ερχόταν και η οικογένεια Φιδετζή, ο πατέρας Φιδετζής φλάουτο και ο Βύρων βιολί και παίζαμε και οι δύο οικογένειες μαζί. Παίζαμε και τα πρωτόλειά μου, τότε δεν είχα μόνο τη χαρά να τα ακούω αλλά και να την ευτυχία να τα βρίσκουν όλα υπέροχα. Εκτός ότι περνούσαμε ωραία, ήταν και σπουδή μέσα από την πρακτική, που τότε δεν ήμουν σε θέση να το συνειδητοποιήσω (…) Η σύνθεση είναι μία αναγκαιότητα, πολλοί μιλούν για έμπνευση, την έμπνευση εγώ την μεταφράζω ως διάθεση να γράψεις μουσική. Μόνο αφού αρχίζεις να γράφεις, υποκινείς τη φαντασία και αυτό ίσως να είναι η έμπνευση. Το ότι ξαφνικά έρχεται κάτι από τον ουρανό, είναι μια ρομαντική αντίληψη του 19ου αιώνα. Σε κάθε έργο πρέπει να έχεις κάτι να πεις, τον εαυτό σου βέβαια εκφράζεις, για σένα γράφεις πιο πολύ, αλλά έχεις μέσα σου και τη σκέψη ότι πρέπει να επικοινωνήσεις με τους άλλους. Και αν αρέσουν και στους άλλους, ακόμα καλύτερα. Αν δεν αρέσουν, πάλι εγώ θα είμαι ευτυχισμένος γιατί έχω κάνει ένα ωραίο ταξίδι».
* Εικονίζονται στην κορυφή αυτών των γραμμών από αριστερά ο Άλκης Μπαλτάς και ο Ρένος Μπαλτάς.