Στα στόματα όλων είναι η παράταιρη κατάσταση που επικρατεί στην καθημερινότητα όσων ζουν, εργάζονται και επισκέπτονται την Παλαιά Πόλη της Κέρκυρας αναφορικά με την κατάληψη του ζωτικού δημόσιου χώρου και η μειωμένη πρόσβαση σε συγκεκριμένα σημεία ή γειτονιές (ενδεικτικά ανάπτυξη τραπεζοκαθισμάτων, ανεφοδιασμός καταστημάτων, στάθμευση αυτοκινήτων) καθώς και την καλά κρατούσα οπτική και ηχητική ρύπανση (ενδεικτικά εναπόθεση απορριμμάτων, συνωστισμός έξω από «νυχτερινά» καταστήματα κά.) που ουδεμία σχέση δεν έχει με την παράδοση και τα ήθη της πόλης που μεγαλώσαμε και για την οποία δικαιούμαστε να ζητάμε μια ήπια βιώσιμη ανάπτυξη αντίστοιχη των ιδίου μεγέθους παλαιών πόλεων ανά την Ευρώπη.
Επίσης, αν εξαιρέσει κανείς μια σειρά από σημαντικά έργα που έγιναν την περίοδο πέριξ της Συνόδου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που πραγματοποιήθηκε στην Κέρκυρα επί Δημαρχίας Χρύσανθου Σαρλή το μακρινό 1994, μετά από απόφαση της Κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (ενδεικτικά αναπαλαίωση Παλαιών Ανακτόρων, Ιόνιας Ακαδημίας, Αγγλικών Στρατώνων, Αχιλλείου, κατασκευή υπογεφύριας αίθουσας Παλαιού Φρουρίου, εκσυγχρονισμός τηλεπικοινωνιών, συγκοινωνιακών, ξενοδοχειακών και υγειονομικών εγκαταστάσεων, εκτεταμένη ανάπλαση ιστορικού κέντρου παλιάς πόλης, κά.), η πόλη της Κέρκυρας έχει εν τοις πράγμασι αφεθεί στην τύχη της! Εδώ και 30 χρόνια μόνον μικρόπνοες παρεμβάσεις (πεζοδρομήσεις, ασφαλτοστρώσεις, κά), μεγάλες καθυστερήσεις (π.χ. Φοίνικας, Δημοτικό Θέατρο, κά.), συσσωρευμένες αστοχίες (π.χ. πλημμυρικά φαινόμενα στην Σπηλιά, ποδηλατόδρομοι, κά.) και πολλά, μα πάρα πολλά, λόγια έχει να παρατηρήσει κανείς στην καρδιά της παλαιάς Πόλης και τίποτα σπουδαίο (σημ. σπουδαία δεν είναι τα αυτονόητα) κύρια για τις υποδομές και τα ιστορικά της κτήρια που είτε καταρρέουν είτε βρίσκονται διαρκώς στα όρια λόγω της ανεπαρκούς συντήρησης στη δίνη μιας ανεξέλεγκτης κατάστασης που περιγράφεται με τον νεόκοπο όρο «υπερτουρισμός».
Ως αποκορύφωμα των παραπάνω παραμένουμε αυτόπτες μάρτυρες της συνεχιζόμενης σφοδρής αντιπαράθεσης που μαίνεται στον βωμό του κέρδους κάποιων ομάδων επαγγελματιών και της ανάγκης για ποιότητα ζωής των μόνιμων κατοίκων Παλαιάς Πόλης. Ο Δήμος Κεντρικής Κέρκυρας και Διαποντίων Νήσων αποδείχθηκε “ανήμπορος” να επιβάλει εξ αρχής τα όσα προβλέπονται εκ του νόμου για τους κανόνες λειτουργίας των καταστημάτων με αποτέλεσμα η αντιπαράθεση να σύρετε εδώ και πολλούς μήνες από την (αντισυνταγματική) Οικονομική Επιτροπή, στο Δημοτικό Συμβούλιο (δις και τρις) και από εκεί στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου και πιθανόν στην Ελληνική Δικαιοσύνη. Δείγματα της αναντιστοιχίας λόγων και έργων είδαμε δυστυχώς και αυτό το Πάσχα όπου χρειάστηκε να επιληφθεί η Ελληνική Αστυνομία.
Κατά την επίσκεψη του στην Κέρκυρα, ο σημερινός Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης με χειρουργικά στοχευμένες αποστροφές του λόγου του αναφέρθηκε στην ανάγκη προστασίας της Παλαιάς Πόλης υπό το νόημα ότι εδώ υπάρχει ένα σοβαρό και δυσεπίλυτο πρόβλημα δημόσιας διοίκησης, και ότι για να συμβεί κάτι τέτοιο απαιτείται α) να διαφυλαχθεί η ποιότητα της ζωής των κατοίκων, β) να υπάρξει καλύτερη συνεννόηση μεταξύ όλων των εμπλεκομένων φορέων και γ) να λαμβάνονται αποφάσεις με τη μέγιστη δυνατή συναίνεση της τοπικής κοινωνίας. Οι δηλώσεις αυτές, με σεβασμό στον θεσμό του Πρωθυπουργού της χώρας και πέραν των πολιτικών πεποιθήσεων καθενός, έχουν μια πρώτη ανάγνωση για το τί θα πρέπει να γίνει, μια δεύτερη ανάγνωση για το τι έπρεπε να γίνει και προφανώς δεν έγινε και ίσως μία τρίτη ανάγνωση για την έμμεση ή άμεση στήριξη που πιθανότατα να αποδώσει το κυβερνόν κόμμα στις επόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές σε εκείνους που θα υπηρετήσουν τα δίκαια των Κερκυραίων και της Παλαιάς τους Πόλης.
Όσον αφορά εμάς τους Δημότες, που ως κάτοικοι συντηρούμε το μνημείο και αντιλαμβανόμαστε το διακύβευμα της προστασίας της Παλαιάς Πόλης της Κέρκυρας, το οποίο ορθώς έθεσε προεκλογικά ο Πρωθυπουργός, ας αναφωνήσουμε προς κάθε κατεύθυνση ότι «οψόμεθα εις Φιλίππους» εννοώντας φυσικά την πρόθεση της ψήφου μας.