Η κατάληψη της Κέρκυρας στις 31 Αυγούστου 1923 από τους Ιταλούς ήταν μια από τις πρώτες ενέργειες επίδειξης ισχύος του φασιστικού καθεστώτος του Μουσολίνι προς τις διεθνείς δυνάμεις ενώ αποτέλεσε την αρχή της ιταλικής επιρροής στην περιοχή, η οποία έληξε με το τέλος του Β΄ Πολέμου.
Αφορμή για την στρατιωτική επέμβαση στάθηκε η δολοφονία του Ιταλού στρατηγού Ενρίκο Τελλίνι στα ελληνοαλβανικά σύνορα στην Κακαβιά.
Η κατάληψη της Κέρκυρας στις 31 Αυγούστου 1923 (1)
Η δολοφονία του ιταλού στρατηγού Ενρίκο Τελίνι και τεσσάρων μελών της ιταλικής ομάδας που συμμετείχε στη Διεθνή Επιτροπή για τη χάραξη της ελληνοαλβανικής μεθορίου το καλοκαίρι του 1923 ήταν ένα περιστατικό που έφερε την Ελλάδα στα πρόθυρα μιας νέας πολεμικής σύρραξης, έναν μόλις χρόνο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και έναν μήνα αφότου υπογράφτηκε η Συνθήκη της Λωζάννης. Η ιστορία της κρίσης ξεκινά το πρωί της 27ης Αυγούστου, όταν δολοφονήθηκε από αγνώστους δράστες ο στρατηγός Τελίνι και η ομάδα συνεργατών του, στον δρόμο Κακαβιάς- Ιωαννίνων, επί ελληνικού εδάφους κοντά στα σύνορα με την Αλβανία. Οι Ιταλοί βρίσκονταν καθ΄ οδόν σε αποστολή αναγνώρισης στην κοιλάδα του Δρίνου και έπεσαν θύματα ενέδρας, οργανωμένης σύμφωνα με τις καταγεγραμμένες σε ιστορικά συγγράμματα εκτιμήσεις, από αλβανούς πράκτορες της ιταλικής φασιστικής κυβέρνησης. Ο Μουσολίνι επέδωσε τελεσίγραφο με ιδιαιτέρως επαχθείς όρους στην επαναστατική κυβέρνηση του Νικολάου Πλαστήρα. Με το τελεσίγρα φό του αυτό ζητούσε να ζητηθεί συγγνώμη από την ανώτατη ελληνική στρατιωτική αρχή ενώπιον του ιταλού πρέσβη στην Αθήνα, να τελεστεί μνημόσυνο για τα θύματα, παρουσία του συνόλου του υπουργικού συμβουλίου, να αποδοθούν τιμές στην ιταλική σημαία την ημέρα του μνημοσύνου, να διενεργηθεί ανάκριση με τη σύμπραξη του ιταλού στρατιωτικού ακολούθου, για την προσωπική ασφάλεια του οποίου η Ελλάδα θα αναλάμβανε την απόλυτη ευθύνη, να καταδικαστούν οι ένοχοι σε θάνατο, η Ελλάδα να καταβάλει 50 εκατ. ιταλικές λιρέτες, πέντε ημέρες από την επίδοση του τελεσιγράφου, να αποδοθούν στρατιωτικές τιμές στις σορούς των θυμάτων κατά τη μεταφορά τους στην Πρέβεζα.
Ο Μουσολίνι απαιτούσε απάντηση εντός 24 ωρών. Η εκπλήρωση των όρων του τελεσιγράφου προϋπέθετε όμως την παραδοχή της ελληνικής ενοχής για τη δολοφονία του ιταλού στρατηγού και της ομάδας του. Η επαναστατική κυβέρνηση με διακοίνωσή της απέρριψε τα περισσότερα από τα ιταλικά αιτήματα, προσφεύγοντας παράλληλα στην Κοινωνία των Εθνών, με σκοπό την εξεύρεση διπλωματικής λύσης στην κρίση.
Η ελληνική απάντηση κρίθηκε από την Ιταλία ως απορριπτική των αξιώσεων της φασιστικής κυβέρνησης και βάσει αυτού διετάχθη ο βομβαρδισμός της Κέρκυρας, τέσσερις μόλις ημέρες αργότερα, στις 31 Αυγούστου του 1923.
Ο Μουσολίνι είχε άλλωστε μόλις αναλάβει την εξουσία στην Ιταλία και αναζητούσε τρόπους για να αυξήσει το γόητρό του, κινούμενος στο πλαίσιο της παραδοσιακής ιταλικής εξωτερικής πολιτικής, ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη διεκδίκηση αυξημένης επιρροής στην περιοχή των Βαλκανίων. Στο σημείο αυτό βρισκόταν αντιμέτωπος με την Ελλάδα.
[Δρόμος Ιωαννίνων – Κακκαβιάς.Τα πτώματα των Ιταλών που συμμετείχαν στη Διεθνή Επιτροπή για τη χάραξη της ελληνοαλβανικής μεθορίου το καλοκαίρι του 1923 ] Δρόμος Ιωαννίνων – Κακκαβιάς.Τα πτώματα των Ιταλών που συμμετείχαν στη Διεθνή Επιτροπή για τη χάραξη της ελληνοαλβανικής μεθορίου το καλοκαίρι του 1923
Ο ιταλικός στόλος κατέλαβε το νησί, προκαλώντας ένα ακόμη πλήγμα στην αποδυναμωμένη και εξαντλημένη από τηΜικρασιατική Καταστροφή Ελλάδα. Χαρακτηριστικό είναι δε ότι βομβαρδίστηκαν τα δύο φρούρια της Κέρκυρας, στα οποία είχαν καταλύσει πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία.
Δραματική ήταν η προσπάθεια του τότε νομάρχη της Κέρκυρας Πέτρου Ευριπαίου να αποτρέψει τον βομβαρδισμό, την απώλεια ανθρώπινων ζωών και την καταστροφή του νησιού. Ενώ οι Ιταλοί είχαν αποβιβαστεί στην Κέρκυρα, ο νομάρχης ζήτησε προθεσμία για να επικοινωνήσει με την Αθήνα και τον υπουργό Εσωτερικών Γεώργιο Παπανδρέου, ενώ διαμαρτυρήθηκε ενώπιον των ιταλικών αρχών για την παραβίαση της, διεθνώς κατοχυρωμένης από το 1864, ουδετερότητας της Κέρκυρας. Εν αναμονή των οδηγιών από την ελληνική κυβέρνηση, ο Ευριπαίος δήλωνε στους Ιταλούς ότι αρνείται να παραδώσει το νησί, αλλά και ότι δεν θα προέβαινε σε ένοπλη αντίσταση, γνωρίζοντας, άλλωστε, τη στρατιωτική αδυναμία της Κέρκυρας.
Οπως αποδείχτηκε, τίποτε δεν στάθηκε ικανό να αποτρέψει τον βομβαρδισμό του νησιού, το αποτέλεσμα του οποίου, πέραν του ισχυρού πλήγματος στην εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, ήταν 16 νεκροί (οι περισσότεροι εκ των οποίων πρόσφυγες), 30 τραυματίες και 2 ακρωτηριασμένοι. Η ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ
[Στις 31 Αυγούστου 1923 οι Ιταλοί βομβάρδισαν τα φρούρια της Κέρκυρας,όπου είχαν καταλύσει πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία ] Στις 31 Αυγούστου 1923 οι Ιταλοί βομβάρδισαν τα φρούρια της Κέρκυρας,όπου είχαν καταλύσει πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία
Η κατάληψη της Κέρκυρας έληξε όταν η Πρεσβευτική Διάσκεψη,στην οποία η Κοινωνία των Εθνών παρέπεμψε τη διευθέτηση του ζητήματος,υποχρέωσε την Ελλάδα να καταβάλει στην Ιταλία αποζημίωση 50 εκατομμυρίων λιρετών,να τελέσει μνημόσυνο για τους δολοφονηθέντες και να διενεργήσει ανακρίσεις για την ανεύρεση των δραστών, υπό την εποπτεία του διεθνούς παράγοντα.
Τα δραματικά γεγονότα της περιόδου περιγράφει και αναλύει στην πραγματεία του με τίτλο «Η ελληνοϊταλική κρίση του 1923/Το επεισόδιο Tellini/Κέρκυρας» (εκδόσεις Αντ.
Ν.Σάκκουλα,2009) ο συγγραφέας Ι.Παπαφλωράτος,διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών.Βγάζει έτσι από την αφάνεια ένα ιστορικό γεγονός που,αν και δεν είναι ευρέως γνωστό,έφερε τότε την Ευρώπη στα πρόθυρα μιας νέας πολεμικής σύρραξης,λίγα μόνο χρόνια μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και επέφερε ένα ακόμη πλήγμα στην εξαντλημένη από τη Μικρασιατική Καταστροφή και αποδυναμωμένη από τον εσωτερικό διχασμό που προκάλεσε η εκτέλεση των έξι Ελλάδα.
Τελικά,παρά την ηθική υποστήριξη του μεγαλύτερου μέρους της διεθνούς κοινότητας, η Ελλάδα υποχρεώθηκε να καταβάλει ένα υπέρογκο ποσό ως αποζημίωση στους Ιταλούς προκειμένου να απελευθερωθεί η Κέρκυρα,παρά το γεγονός ότι δεν της απεδόθησαν ευθύνες για τη δολοφονία.
Το ιστορικό αυτό γεγονός είναι αποκαλυπτικό της αδυναμίας του νεοσύστατου τότε διεθνούς οργανισμού,προπομπού του ΟΗΕ, της Κοινωνίας των Εθνών να παρεμβαίνει και να λειτουργεί αποτρεπτικά σε διεθνείς κρίσεις,αλλά και της διαχρονικότητας του ανταγωνισμού μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας στην περιοχή των Βαλκανίων.Ο συγγραφέας, έπειτα από πολυετή έρευνα,επιχειρεί να φωτίσει αναπάντητα ερωτήματα και να «φωτογραφίσει» τους ενόχους αυτής της υπόθεσης.
Ο βομβαρδισμός της Κέρκυρας το 1923 (2)
Στέφανος Xελιδόνης
Καθημερινή της Κυριακή
Ο βομβαρδισμός και η κατάληψη της Κέρκυρας από ιταλικές δυνάμεις στις 31 Αυγούστου 1923 ήρθαν σε μία εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία για την Ελλάδα. Οι ηγέτες της Επανάστασης του 1922 κατέβαλαν τιτάνιες προσπάθειες για την περίθαλψη των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής και την ανόρθωση της οικονομίας της χώρας. Την ίδια ώρα, η εκτέλεση των Εξι τους είχε απομονώσει διεθνώς. Παρ’ όλα αυτά, η υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης είχε δημιουργήσει ελπίδες για μια περίοδο σταθερότητας στα Βαλκάνια. Με το επεισόδιο της Κέρκυρας, οι ελπίδες αυτές κλονίστηκαν και διακυβεύθηκε η ειρήνη της περιοχής. Οπως αναφέρει στο βιβλίο του «Η Ελληνοϊταλική κρίση του 1923: Το επεισόδιο Tellini/ Κέρκυρας» (εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα) ο Ι. Σ. Παπαφλωράτος, επρόκειτο για την πρώτη φορά που δοκιμάστηκαν η αξιοπιστία και η αποτελεσματικότητα της Κοινωνίας των Εθνών. Από νωρίς φάνηκε ξεκάθαρα πόσο μεροληπτικός ήταν ο τρόπος απονομής της δικαιοσύνης, όταν η διαφορά υφίστατο μεταξύ ενός μικρού κράτους και μιας μεγαλύτερης δύναμης. Αφήνοντας κατά μέρος την αποτυχία της ελληνικής διπλωματίας στην όλη υπόθεση, ήταν τελικά η πρώτη από τις πολλές φορές που επλήγη το κύρος του διεθνούς αυτού οργανισμού. Ηταν όμως και η «πρεμιέρα» για την πολιτική του Μπενίτο Μουσσολίνι στο διεθνές στερέωμα. Μάλιστα, ήταν ο πόθος του Μουσσολίνι να καθιερώσει την Ιταλία -μια μεσαία δύναμη σε τροχιά ανέλιξης- σε μεγάλη δύναμη, που τον οδήγησε στην κατάληψη της Κέρκυρας, καθώς το ελληνικό νησί κατέχει στρατηγική θέση για τον έλεγχο της Αδριατικής. Οι ιταλικές δυνάμεις έφυγαν από την Κέρκυρα στις 27 Σεπτεμβρίου 1923, αφού πρώτα η Ελλάδα ταπεινώθηκε. Ομως, το συγκεκριμένο επεισόδιο ήταν κακός οιωνός για το μέλλον, τουλάχιστον για όσους μπορούσαν τότε να δουν, καθώς αποτελούσε μικρογραφία και πρόγευση των κρίσεων του Μεσοπολέμου, οι οποίες οδήγησαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Λάθος χειρισμοί από την ελληνική διπλωματία (2)
Του Θάνου Bερέμη*
Στις 15 Μαΐου (ν.ημ.) 1920, η Ελλάδα και η Αλβανία συμφωνούσαν να αποδεχθούν τον διακανονισμό που θα πρότεινε η Πρεσβευτική Διάσκεψη (ένα νεόκοπο διεθνές όργανο) για τα κοινά τους σύνορα. Η Διάσκεψη, η οποία άρχισε τις εργασίες της τον Ιανουάριο του 1920, ιδρύθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις με σκοπό τη ρύθμιση εθνικών διαφορών που θα παρουσιάζονταν από την εφαρμογή των συνθηκών της ειρήνης. Στη Διάσκεψη μετείχαν αντιπρόσωποι της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ιαπωνίας, ενώ ο αντιπρόσωπος των ΗΠΑ παρευρισκόταν μόνο ως παρατηρητής, γιατί το Κογκρέσο είχε αρνηθεί να επικυρώσει τη Συνθήκη των Βερσαλλιών.
Ενα μήνα μετά την ελληνο-αλβανική συμφωνία, η Γαλλία παραχώρησε στην Αλβανία την περιοχή της Κορυτσάς που βρισκόταν υπό γαλλική κατοχή από το 1916. Η Κορυτσά είχε περιληφθεί στα αλβανικά εδάφη από το 1913, αλλά η Ελλάδα πρόβαλλε σοβαρές αντιρρήσεις για την τελική ένταξη, υποδεικνύοντας την ελληνικότητα του πληθυσμού της περιοχής. Εκτός από την Ελλάδα, τον διακανονισμό του 1913 αμφισβητούσε και η Γιουγκοσλαβία και ζητούσε επίσης επανεκτίμηση και των δικών της συνόρων με την Αλβανία. Η Διάσκεψη ωστόσο εξέδωσε απόφαση να τηρηθούν τα σύνορα του 1913, και μάλιστα όρισε ως σύνορο Ελλάδος και Αλβανίας τα όρια μεταξύ των καζάδων Κορυτσάς και Καστοριάς αντί του υδροκρίτη μεταξύ του άνω ρου του Δέβολη και του άνω ρου του Αλιάκμονα, που περιλαμβανόταν στο πρωτόκολλο της Φλωρεντίας του 1913, με αποτέλεσμα 14 χωριά του καζά της Κορυτσάς που ανήκαν στην Ελλάδα από τότε να περιέλθουν στην Αλβανία. Το θέμα των αλβανικών συνόρων όμως δεν ανήκε στην αρμοδιότητα της Πρεσβευτικής Διάσκεψης, αφού η Αλβανία δεν είχε υπογράψει τις συνθήκες της ειρήνης. Στις 7 Μαρτίου 1923 η επιτροπή χάραξης με επικεφαλής τον Ιταλό στρατηγό Tellini έφτασε στην Ηπειρο, αλλά άρχισε τις εργασίες της μόλις τον Μάιο εκείνου του χρόνου.
Στις 27 Αυγούστου βρέθηκαν δολοφονημένοι στον δρόμο των Ιωαννίνων προς την Κακαβιά (σε ελληνικό έδαφος) ο Tellini, ο ταγματάρχης Corti, ο υπασπιστής λοχαγός Bonaccini, ο οδηγός του αυτοκινήτου και ένας διερμηνέας. Χωρίς να περιμένει τα αποτελέσματα των ανακρίσεων που η ελληνική κυβέρνηση διέταξε να γίνουν, ο Μουσολίνι, μέσω του κατά τα πάντα δυσάρεστου προς τους Ελληνες Ιταλού πρεσβευτή Montagna, επέδωσε στην Επανάσταση του 1922 τελεσιγραφική διακοίνωση 24ώρου προθεσμίας, που περιείχε τους ακόλουθους όρους:
1) Απόδοση τιμών στην ιταλική σημαία και στις σορούς των δολοφονημένων. 2) Αίτηση συγγνώμης προς την Ιταλία. 3) Τέλεση μνημοσύνου παρουσία του υπουργικού συμβουλίου. 4) Συμμετοχή του στρατιωτικού ακολούθου της ιταλικής πρεσβείας στις ανακρίσεις. 5) Καταδίκη σε θάνατο των ενόχων. 6) Καταβολή 50.000.000 λιρεττών.
Από τις απαιτήσεις αυτές μόνον οι τρεις πρώτες έγιναν δεκτές, ενώ οι υπόλοιπες απορρίφθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση, η οποία δεχόταν ωστόσο να προσφέρει αρωγή στις οικογένειες των θυμάτων. Ακόμη η Ελλάδα πρότεινε στην Ιταλία να αναθέσουν την επίλυση της διαφοράς στην Κοινωνία των Εθνών, ενώ ο υπουργός Εξωτερικών Αλεξανδρής διαβεβαίωνε τον Μουσολίνι με προσωπικό τηλεγράφημα ότι οι δολοφόνοι του στρατηγού δεν ήταν Ελληνες, αλλά ληστές αλβανικής καταγωγής.
Βομβαρδισμός αμάχων
Στις 31 Αυγούστου, η Πρεσβευτική Διάσκεψη κάλεσε με διακοίνωσή της την ελληνική κυβέρνηση να ενεργήσει με ταχύτητα για να βρεθούν οι ένοχοι. Η Ελλάδα στην προσπάθειά της να επιδείξει καλή θέληση απάντησε ζητώντας από τη Διάσκεψη τη σύσταση ειδικής επιτροπής, που θα διεξήγε έρευνες για τον καταλογισμό των ευθυνών, αλλά και για να επεκταθούν οι ανακρίσεις στο αλβανικό έδαφος. Στις 31 Αυγούστου 1923, τρία θωρηκτά, δύο βαρέα και δύο ελαφρά καταδρομικά, έξι αντιτορπιλικά, τορπιλοβόλα και υποβρύχια του ιταλικού ναυτικού, στρέφονταν εναντίον της ελληνικής Κέρκυρας, με τελεσιγραφική απαίτηση προς τον νομάρχη Ευριπαίο άμεσης παράδοσης του νησιού. Παρά την ειδοποίηση που έλαβαν ότι στα ανοχύρωτα φρούρια ήταν πρόχειρα εγκατεστημένοι πρόσφυγες, οι Ιταλοί απάντησαν στην άρνηση του νομάρχη με πυρά που κράτησαν 25 λεπτά και που στοίχισαν τη ζωή σε 15 αμάχους και τραυμάτισαν άλλους 35. Αμέσως μετά ιταλικές δυνάμεις κατοχής εγκαταστάθηκαν στην Κέρκυρα. Η κατάληψη της Κέρκυρας ήταν θέμα που απειλούσε τη διεθνή ειρήνη και γι’ αυτό ανήκε αποκλειστικά στην αρμοδιότητα της ΚτΕ, ενώ η Διάσκεψη ως διάδικος στην υπόθεση της δολοφονίας δεν είχε δικαίωμα να παίζει και το ρόλο του δικαστή. Η άστοχη ελληνική παραδοχή της ανάμειξης της Διάσκεψης στην υπόθεση αυτή αχρήστευσε την προσφυγή στην ΚτΕ, καθώς μάλιστα ο Μουσολίνι, επωφελούμενος από τη διαλλακτικότητα της Ελλάδος, υποστήριζε ότι η Διάσκεψη και όχι η ΚτΕ (όπου η ψήφος των μικρών χωρών μπορούσε να βλάψει τα συμφέροντά του) ήταν αρμόδια για να επιλύσει τη διαφορά ανάμεσα στις δύο χώρες. Στις 8 Σεπτεμβρίου, η Διάσκεψη ανακοίνωσε στην Ελλάδα ότι έπρεπε περίπου να δεχθεί τους ιταλικούς όρους.
Μοιρολατρική υποχωρητικότητα με δυσβάσταχτο οικονομικό κόστος
Η Διάσκεψη αγνόησε με κυνισμό τόσο την έκθεση της δικής της επιτροπής, η οποία γνωμοδότησε υπέρ της Ελλάδας, όσο και την κατάθεση ενός λήσταρχου, του Κώτσου Μέμου (που ισχυρίσθηκε ότι η αλβανική αστυνομία του Αργυροκάστρου του είχε ζητήσει να δολοφονήσει τους Ιταλούς), και πριν περάσει η προθεσμία που είχε θέσει για την ανακάλυψη των ενόχων εξέδωσε απόφαση, βάσει της οποίας η Ελλάδα υποχρεωνόταν να πληρώσει 50 εκατομμύρια λιρέττες στην Ιταλία. Αν σκεφτεί κανείς ότι το ποσό αυτό αντιστοιχούσε με 500.000 λίρες Αγγλίας και ότι η Ελλάδα με πολλούς κόπους εξασφάλισε από την Τράπεζα της Αγγλίας δάνειο 750.000 λιρών για να αντιμετωπίσει με προσωρινά μέτρα τις ανάγκες των προσφύγων, θα αντιληφθεί τις επιπτώσεις μιας τέτοιας αποζημίωσης στον κρατικό προϋπολογισμό.
Οι έντονες ελληνικές διαμαρτυρίες και οι αναφορές στις αρχές της ηθικής και του δικαίου δεν απέτρεψαν την τελική αποδοχή των όρων. Ο αντιπρόσωπος της Ελλάδος στην ΚτΕ Ι. Πολίτης εισηγήθηκε προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης, την οποία όμως η Επανάσταση του 1922 απέρριψε.
Τακτική συμβιβασμών
Παρά την ελληνική, μοιρολατρική σχεδόν, υποχωρητικότητα, οι Ιταλοί εξακολουθούσαν να κατέχουν την Κέρκυρα, με τον ισχυρισμό ότι θα έφευγαν μόνο μετά τη σύλληψη και την τιμωρία των ενόχων για τον φόνο του Tellini.
Η Ελλάδα είχε από την 1η Σεπτεμβρίου 1923 καταφύγει στην ΚτΕ, ζητώντας από το Συμβούλιο του Οργανισμού να αναλάβει τη διευθέτηση της διαφοράς με την Ιταλία. Στις 5 Σεπτεμβρίου, ο Ιταλός αντιπρόσωπος αποκρούοντας την επέμβαση της ΚτΕ με τον ισχυρισμό ότι η Ελλάδα είχε δηλώσει ότι θα σεβαστεί το πόρισμα της Διάσκεψης και ότι συνεπώς παραδεχόταν την ενοχή της στην υπόθεση της δολοφονίας, υπέδειξε έμμεσα το μεγάλο διπλωματικό σφάλμα των Ελλήνων. Μάταια ο γραμματέας της ελληνικής αντιπροσωπείας, Ι. Πολίτης, προσπάθησε να εξηγήσει ότι η χώρα του δεν είχε προσφύγει στη Διάσκεψη, αλλά είχε απαντήσει μόνο στη διακοίνωσή της ότι θα δεχόταν τα πορίσματα της ανακριτικής επιτροπής που εκείνη θα κατάρτιζε. Η ΚτΕ με ανακούφιση εγκατέλειψε την υπόθεση στην κρίση της Πρεσβευτικής Διάσκεψης.
Η εκκρεμότητα, τέλος, της ελληνικής προσφυγής στο Δικαστήριο της Χάγης έδωσε στην Αγγλία τη δυνατότητα να πείσει την Ιταλία να αποσυρθεί από την Κέρκυρα.
Ο Πλαστήρας, ο οποίος θέλησε κάποια στιγμή να αντισταθεί στην ιταλική εισβολή, αναγκάστηκε να ακολουθήσει τις αποτρεπτικές συμβουλές του Γονατά και του υπουργού Εξωτερικών Αλεξανδρή. Η απαισιόδοξη διάθεση με την οποία οι Ελληνες διπλωμάτες αντιμετώπιζαν τη δυνατότητα της ΚτΕ να απονέμει δικαιοσύνη, ιδιαίτερα όταν θίγονταν συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων, τους οδηγούσε σε μια τακτική συμβιβασμών, που απέκλειε την εκμετάλλευση των μικρών ευκαιριών που πρόσφερε ο Οργανισμός. Η απαισιοδοξία τους δεν ήταν βέβαια αβάσιμη. Η πλεονεκτική θέση των Μεγάλων Δυνάμεων στο εκτελεστικό όργανο της ΚτΕ -το Συμβούλιο- επηρέαζε αποφασιστικά και τις αποφάσεις του Οργανισμού.
Κακό προηγούμενο
Η αποχή της ΚτΕ από οποιαδήποτε μεσολαβητική ενέργεια θεωρήθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις προϋπόθεση ειρηνικής ικανοποίησης των ιταλικών απαιτήσεων. Η παρουσία των μικρών χωρών στον Οργανισμό δημιουργούσε κίνδυνο για την Ιταλία να θεωρηθεί η απροκάλυπτη στρατιωτική της επέμβαση κακό προηγούμενο που εγκυμονούσε κινδύνους για όλες τις μικρές χώρες. Μολονότι ακούστηκαν αυστηρές κρίσεις εναντίον της Ιταλίας μέσα στην ΚτΕ, ο Οργανισμός στάθηκε αμέτοχος στον διακανονισμό του ζητήματος. Η επιτυχία του Μουσολίνι στην πρώτη του διεθνή αναμέτρηση μεγάλωσε το γόητρό του αλλά και την περιφρόνησή του για τον θεσμό της συλλογικής ασφάλειας.
Ο κ. Θάνος Βερέμης είναι πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας.
Πηγές:
1. Βήμα της Κυριακής
Κυριακή 25 Απριλίου 2010
Κείμενο: ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΩΒΑΙΟΣ
http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=56&artid=327944&dt=25/04/2010#ixzz0yBYWad75
2.Καθημερινή της Κυριακής
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_100004_20/12/2009_384261
3.«Η Ελληνοϊταλική κρίση του 1923: Το επεισόδιο Tellini / Κέρκυρας»
Ι. Σ. Παπαφλωράτος
Εκδόσεις Σάκκουλα
Τελευταία σχόλια