Η 24η Ιουλίου είναι μια ημερομηνία ορόσημο στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας. Σηματοδοτεί την πτώση της επταετούς δικτατορίας και την επαναφορά της Δημοκρατικής νομιμότητας το 1974. Πενήντα ένα χρόνια μετά, η επέτειος της αποκατάστασης της Δημοκρατίας δεν είναι απλώς ένα σημείο ιστορικής αναφοράς, είναι μια ευκαιρία για συλλογικό απολογισμό, αλλά και για επαναδιατύπωση ενός επίκαιρου και ουσιαστικού αιτήματος, για περισσότερη Δημοκρατία.
Σήμερα, το αίτημα αυτό δεν προκύπτει από ιδεολογική ρητορική. Είναι το απόσταγμα της καθημερινής εμπειρίας των πολιτών, μιας εμπειρίας που χαρακτηρίζεται όλο και πιο συχνά από αίσθημα αδικίας, αποκλεισμού και κοινωνικών ανισοτήτων. Σε μια εποχή που τα θεμέλια της Δημοκρατικής συνύπαρξης κλονίζονται, η σημερινή ημέρα καλεί σε εγρήγορση.
Η θεσμική λειτουργία της Πολιτείας τα τελευταία χρόνια δοκιμάζεται έντονα. Οι πολίτες διαπιστώνουν, συχνά με απογοήτευση, ότι η πολιτική ζωή χαρακτηρίζεται από έλλειψη λογοδοσίας, αδιαφάνεια και αδυναμία πραγματικής εκπροσώπησης. Η αποσύνδεση των πολιτικών αποφάσεων από τις κοινωνικές ανάγκες, η διαρκής κυριαρχία του επικοινωνιακού έναντι του ουσιαστικού, αλλά και η μετατόπιση της εξουσίας σε κλειστά κέντρα αποφάσεων, ενισχύουν την πεποίθηση ότι η Δημοκρατία δεν λειτουργεί όπως θα όφειλε.
Η ανεξαρτησία και η αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης συνιστούν θεμέλιο κάθε σύγχρονου κράτους. Ωστόσο, στην Ελλάδα του 2025, δεν είναι λίγοι εκείνοι που αισθάνονται πως η πρόσβαση στη δικαιοσύνη δεν είναι ούτε ισότιμη ούτε καθολική. Υποθέσεις μεγάλης κοινωνικής σημασίας παραμένουν άλυτες για χρόνια, ενώ οι κοινωνικά αδύναμοι βιώνουν τη δικαστική διαδικασία ως δυσβάσταχτο βάρος. Οι καθυστερήσεις, οι διαφοροποιήσεις στην αντιμετώπιση, η έλλειψη εμπιστοσύνης σε θεσμούς που θα έπρεπε να είναι ακλόνητοι, ενισχύουν το αίσθημα ότι η Δημοκρατία δεν είναι πάντοτε συνώνυμη της δικαιοσύνης.
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση, η οποία θα μπορούσε να λειτουργεί ως βασικός πυλώνας συμμετοχής των πολιτών στη δημόσια ζωή, συχνά περιορίζεται σε ρόλο διαχειριστικό και κομματικά εξαρτημένο. Η αποδυνάμωση των τοπικών κοινωνιών, η έλλειψη πραγματικής αυτονομίας και διαβούλευσης, αποστερούν από τη Δημοκρατία ένα από τα πιο πολύτιμα χαρακτηριστικά της: τη δυνατότητα άμεσης έκφρασης και συμμετοχής.
Παράλληλα, θεσμοί όπως η Βουλή, η Δημόσια Διοίκηση, ακόμη και ανεξάρτητες αρχές, λειτουργούν συχνά χωρίς τον αναγκαίο δημόσιο έλεγχο ή με περιορισμένη διαφάνεια, γεγονός που δημιουργεί ερωτήματα για τη λειτουργικότητα και την αντιπροσωπευτικότητα τους.
Πέρα από τους θεσμούς, η ίδια η κοινωνία βιώνει έντονα το βάρος της ανισότητας. Η ακρίβεια, οι μισθολογικές αποκλίσεις, η ανεργία των νέων, οι ανισότητες στην εκπαίδευση, την υγεία και την πρόσβαση σε βασικά αγαθά, δημιουργούν μια αντιφατική πραγματικότητα. Από τη μια πλευρά, οι λίγοι «ευνοημένοι», που απολαμβάνουν τη σταθερότητα και την ευημερία, και από την άλλη, οι περισσότεροι «αόρατοι», εργαζόμενοι σε επισφαλείς συνθήκες, άνεργοι, νέοι χωρίς προοπτική, άνθρωποι που δεν νιώθουν ότι συμμετέχουν ισότιμα στον κοινωνικό ιστό.
Αυτή η πραγματικότητα προκαλεί όχι μόνο κοινωνική κόπωση, αλλά και θεσμική φθορά. Γιατί η Δημοκρατία δεν υφίσταται μόνο στους νόμους και τα Συντάγματα, αλλά πρωτίστως στην καθημερινή εμπειρία του πολίτη. Και όταν αυτή η εμπειρία συνοδεύεται από αδικία, αποκλεισμό και αδιαφορία, τότε η Δημοκρατία χάνει το ουσιαστικό της περιεχόμενο.
Η φετινή επέτειος, μισό αιώνα μετά την Αποκατάσταση του 1974, δεν μπορεί να είναι μόνο εορταστική. Οφείλει να είναι έναυσμα για έναν νέο, σύγχρονο και ειλικρινή προβληματισμό. Πώς μπορεί να ενισχυθεί η Δημοκρατία στη σύγχρονη Ελλάδα; Πώς θα γίνει ξανά υπόθεση όλων και όχι των λίγων; Πώς θα ανακτηθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς;
Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Αλλά οφείλει να ξεκινά από την παραδοχή ότι η Δημοκρατία δεν είναι στατική. Δεν είναι ένα καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε πριν από 51 χρόνια στην Πατρίδα μας και παραμένει αναλλοίωτο. Αντίθετα, είναι, μια δυναμική διαδικασία, που χρειάζεται διαρκή επανανοηματοδότηση, προστασία και εμβάθυνση.
Χρειαζόμαστε θεσμική ανανέωση, διαφάνεια, ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών. Χρειαζόμαστε ενίσχυση της δικαιοσύνης, κατοχύρωση των κοινωνικών δικαιωμάτων, ίσες ευκαιρίες για όλους. Πάνω απ’ όλα, χρειαζόμαστε μια νέα κουλτούρα Δημοκρατίας, η οποία θα εμπνέει εμπιστοσύνη, θα ενώνει και δεν θα αποκλείει.
Η Δημοκρατία που κερδήθηκε με κόπο και θυσίες, οφείλει σήμερα να επανιδρυθεί επί της ουσίας. Όχι με λόγια, αλλά με πράξεις. Όχι με εορτασμούς, αλλά με το βλέμμα στραμμένο στους πολίτες και στις ανάγκες τους.
Γιατί η Δημοκρατία δεν είναι δεδομένη.
Είναι κατάκτηση και χρέος.