Μία εξαιρετικά σημαντική και δυνητικά μεταμορφωτική αλλαγή στον τρόπο άσκησης ένδικων μέσων αλλά και των αναγκαστικών πληρωμών σε υποθέσεις χρεών, είναι η πρόθεση να δοθεί η δυνατότητα στους δικηγόρους να εκδίδουν οι ίδιοι διαταγές πληρωμής και διαταγές απόδοσης μισθίου (εξώσεις).
Οι ανακοινώσεις του Υφυπουργού Δικαιοσύνης Ιωάννη Μπούγα από την Κέρκυρα, στο πλαίσιο της ολομέλειας των δικηγορικών συλλόγων, φέρνουν μια θεμελιώδη αλλαγή σε σχέση με το ισχύον καθεστώς, όπου η αρμοδιότητα αυτή ανήκει αποκλειστικά στους δικαστές (Ειρηνοδίκες ή Δικαστές Μονομελών Πρωτοδικείων).
“Είναι ένα σημαντικό εγχείρημα, εγώ θέλω να σας πω ότι πιστεύω στις δυνατότητες των Ελλήνων δικηγόρων και πιστεύω ότι με προσεκτικά βήματα μπορούμε να προχωρήσουμε και σε αυτή τη διαδικασία”, ανέφερε ο Ι. Μπούγας για να συμπληρώσει: “Βεβαίως με προϋποθέσεις που θα είναι η συμπλήρωση ενός ορισμένου αριθμού ετών άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος που θα το ορίσουμε, βεβαίως μετά από μία ειδική εκπαίδευση, την οποία θα οργανώσουν οι δικηγορικοί σύλλογοι, κατά τα πρότυπα που έχουμε και σε άλλες περιπτώσεις μεταφοράς ύλης από τα δικαστήρια στους δικηγόρους”.
Τι ισχύει σήμερα
Ο δικηγόρος του δανειστή (ή του εκμισθωτή) καταθέτει αίτηση στο αρμόδιο δικαστήριο, επισυνάπτοντας τα απαραίτητα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτηση (π.χ., τιμολόγια, συναλλαγματικές, ιδιωτικά συμφωνητικά, μισθωτήρια). Ο δικαστής ελέγχει την τυπική και ουσιαστική πληρότητα της αίτησης και των εγγράφων και, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου, εκδίδει τη διαταγή πληρωμής ή απόδοσης μισθίου, η οποία στη συνέχεια επιδίδεται στον οφειλέτη/μισθωτή.
Τι προτείνεται
Με το νέο σύστημα, ο δικηγόρος του αιτούντος, εφόσον πληροί συγκεκριμένα κριτήρια εμπειρίας και εκπαίδευσης, θα αναλαμβάνει ο ίδιος τον έλεγχο της αίτησης και των δικαιολογητικών και θα εκδίδει απευθείας τη διαταγή. Ουσιαστικά, ο δικηγόρος θα επιτελεί μια οιονεί δικαστική λειτουργία σε αυτό το αρχικό στάδιο.
Προβληματισμοί και Διασφαλίσεις
Η αλλαγή αυτή αποσκοπεί στην αποσυμφόρηση των δικαστηρίων από ένα σημαντικό όγκο υποθέσεων που θεωρούνται σχετικά τυποποιημένες και στην επιτάχυνση της διαδικασίας για τους δανειστές. Η έκδοση μιας διαταγής πληρωμής θα μπορούσε θεωρητικά να γίνεται πολύ ταχύτερα, χωρίς την αναμονή της χρέωσης και του ελέγχου από τον δικαστή.
Ο κ. Μπούγας αναγνώρισε ότι πρόκειται για ένα «σημαντικό εγχείρημα» και διαβεβαίωσε ότι το Υπουργείο θα μελετήσει προσεκτικά όλες τις παραμέτρους, ακούγοντας τις απόψεις και των ακαδημαϊκών, ώστε να αποφευχθούν ζητήματα αντισυνταγματικότητας ή ακυρότητες που θα μπορούσαν να ακυρώσουν τη μεταρρύθμιση στην πράξη. «Θέλουμε να αποφύγουμε (…) αντισυνταγματικότητες ή ενστάσεις οι οποίες θα οδηγούν σε ακυρότητες,» δήλωσε χαρακτηριστικά.
Κριτήρια
Προανήγγειλε ότι θα τεθούν κριτήρια για τους δικηγόρους που θα αναλαμβάνουν αυτή την αρμοδιότητα, όπως ένας ελάχιστος αριθμός ετών άσκησης δικηγορίας (που θα καθοριστεί) και η υποχρεωτική παρακολούθηση ειδικής εκπαίδευσης, η οποία θα οργανωθεί από τους Δικηγορικούς Συλλόγους, κατά το πρότυπο άλλων περιπτώσεων μεταφοράς ύλης. Εξέφρασε δε την αισιοδοξία του ότι, με προσεκτικά βήματα, η μεταφορά αυτή μπορεί να υλοποιηθεί με επιτυχία. Παρόλα αυτά, το ζήτημα αναμένεται να προκαλέσει έντονες συζητήσεις στον νομικό κόσμο σχετικά με την αντικειμενικότητα, τις πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων και τον τρόπο άσκησης ελέγχου επί των εκδιδόμενων από δικηγόρους διαταγών.
Πως θα διασφαλιστεί η μη κατάχρηση;
Νομικοί με τους οποίους μιλήσαμε, αν και αναγνωρίζουν ότι υπάρχει ζήτημα κατάχρησης και από την πλευρά αυτών που υφίστανται τις διαταγές πληρωμών, των καθυστερήσεων λόγω της τρέχουσας διαδικασίας ώστε να αναβάλλουν ή ματαιώνουν την απόφαση, εκφράζουν έντονο προβληματισμό και για κατάχρηση από την αντίθετη πλευρά με την αλλαγή του Υπουργείου Δικαιοσύνης, τέτοια που να αλλοιώνει την ποιότητα της απόδοσης δικαιοσύνης. Και μάλιστα, στο όνομα της αποσυμφόρησης των δικαστηρίων, να δούμε να εκδίδονται διαταγές fast track από δικηγόρους της πλευράς του διεκδικών.
Η βασικότερη ένσταση είναι κατά πόσο η ανάθεση μιας κατ’ εξοχήν δικαστικής πράξης (η έκδοση ενός εκτελεστού τίτλου) σε ιδιώτες επαγγελματίες (δικηγόρους), έστω και με προϋποθέσεις, συνάδει απολύτως με το Σύνταγμα. Υποστηρίζεται ότι ο πολίτης έχει δικαίωμα η υπόθεσή του να κρίνεται από δικαστή και ότι η έκδοση εκτελεστού τίτλου αποτελεί πυρήνα της δικαστικής λειτουργίας που δεν μπορεί να εκχωρηθεί. Εκφράζεται παράλληλα προβληματισμός για το αν ο δικηγόρος που ενεργεί για λογαριασμό του πελάτη του (δανειστή/εκμισθωτή) μπορεί να είναι πραγματικά αντικειμενικός στην εξέταση των προϋποθέσεων για την έκδοση της διαταγής εις βάρος του αντιδίκου. Υπάρχει ο φόβος ότι η ιδιότητα του συνηγόρου μπορεί να επηρεάσει την κρίση του υπέρ του πελάτη του, αφού δεν αποτελεί αντικειμενικό παρατηρητή ή τρίτο μέρος…
Τίθεται επίσης το ερώτημα αν τα προτεινόμενα κριτήρια (έτη εμπειρίας, ειδική εκπαίδευση) αρκούν για να διασφαλίσουν την ορθή άσκηση αυτής της οιονεί δικαστικής αρμοδιότητας και ποιος θα ελέγχει την ποιότητα των εκδιδόμενων διαταγών…
Ο Υφυπουργός Δικαιοσύνης επιχείρησε να διασκεδάσει τους προβληματισμούς για την κατάληψη τέτοιου είδους “μεταφοράς ύλης”, τονίζοντας: “Θέλω να είμαι απόλυτα σαφής. Θέλουμε να μελετήσουμε όλες τις απόψεις, θα ακούσουμε με προσοχή τις απόψεις και των ακαδημαϊκών για να αποφύγουμε αντισυνταγματικότητες ή ενστάσεις οι οποίες θα οδηγούν στις ακυρότητες της μεταφοράς της δικαστριακής ύλης – και νομίζω ότι αυτός πρέπει να είναι ο στόχος όλων”.