Βαρέθηκα να την ακούω αυτήν την κουβέντα. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Από τη μάνα μου, από τον άντρα μου, από τις φιλονάδες μου, απ’ τη γειτόνισσα. Στο ύστερο, με το λέγε λέγε, φοβάμαι μη με κάμουνε αλήθεια να νιώσω γραφική − παιδί άλλης εποχής, αλλουνού θεού κι από αλλιώτικη μάνα γεννημένο.
Τα περιστατικά πολλά: από ετσιθελικά ξεριζώματα τρυφερών δενδρυλλίων στο άλσος μέχρι ακροδεξιάς κοπής προπηλακισμούς και ξυλοδαρμούς ανθρώπων· συνανθρώπων και συμπολιτών μας, που δεν πληρούν, ως φαίνεται, τα κριτήρια των επίδοξων άρειων ως προς το ποιος δικαιούται να υπάρχει και να κυκλοφορεί στο δρόμο.
Το μόνιμο αντεπιχείρημά μου: Καλά, θα περιμένουμε να διαβεί το κακό την πόρτα μας, για να κάμουμε κάτι; Στην πορεία, έχω την αίσθηση ότι το ακούνε όλο και λιγότεροι. Όλο και περισσότεροι μού πετάνε στα μούτρα − τι λέω πετάνε, ουρλιάζουν θα ΄πρεπε να πω − το λάιτ μοτίφ του ισαποστάκια: Τι δουλειά έχεις κι ανακατεύεσαι; Ή τ΄ άλλο, το πιο χαμηλόφωνο: Μα δε φοβάσαι; Ενδεχομένως να κρύβει και μια στάλα νοιάξιμο αυτό το τελευταίο, οπότε ας μην το χαρακτηρίσω βιαστικά, ποιανού το λάιτ μοτίφ είναι, και τους κακοκαρδίσω.
Το ενδιαφέρον για τους διπλανούς και τα κοινά ως εξαίρεση; Μα, αν το πάμε έτσι, παιδιά μου αγαπημένα, κατάσταση εξαίρεσης γίνεται σε λίγο όλη μας η ζωή: κυριαρχημένη μόνιμα απ’ την αυθαιρεσία των εκάστοτε κρατούντων. Δεν έχουν, δα, κανένα λόγο να κρατάνε, πλέον, τα προσχήματα, όταν εμείς οι ίδιοι τους παραδίνουμε, οικεία βουλήσει, τα κλειδιά στο πιάτο. Της αξιοπρέπειας μας και της ψυχής μας τα κλειδιά…