Η Δήμητρα Ιωάννου μάς μιλά για τα θαμμένα μυστικά, τον ρόλο της μνήμης και τη δύναμη μιας γυναίκας που στέκεται απέναντι σε μια ολόκληρη πόλη.
Στo «CorfuPress» φιλοξενούμε τη συγγραφέα Δήμητρα Ιωάννου, με αφορμή το νέο της μυθιστόρημα «Η ανεπιθύμητη ανιψιά», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός.
Μια ιστορία γεμάτη έρωτα, δολοπλοκίες, ψέματα και αλήθειες που πονάνε, με φόντο την Πρέβεζα της δεκαετίας του ’70, τότε που οι άνθρωποι άφηναν τις πόρτες τους ανοιχτές αλλά κρατούσαν τις καρδιές τους κλειστές.
Συνέντευξη στη Νεκταρία Βαρσαμή–Πουλτσίδη
Στέλλα Καλλέργη. Μια κοπέλα που μεγαλώνει σε ξένο σπίτι, με θείους που την βλέπουν ως βάρος, και αποφασίζει να ξεσκεπάσει όσα όλοι φοβούνται. Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης πίσω από τη δημιουργία ενός τόσο μαχητικού αλλά και τρυφερού χαρακτήρα;
Δ.Ι.: Η Στέλλα δημιουργήθηκε, καθώς με προβλημάτιζε μια βαθιά ανθρώπινη εμπειρία: η αίσθηση της απόρριψης από τους δικούς σου ανθρώπους. Εκείνους που όφειλαν να σε στηρίξουν και δεν το έκαναν. Μου γεννήθηκε τότε ένα βασανιστικό ερώτημα. Πώς στέκεσαι στα πόδια σου, όταν δεν σε αποδέχεται το ίδιο σου το περιβάλλον; Όμως η Στέλλα δεν λυγίζει, αντίθετα συνειδητοποιεί πως η αξία της δεν εξαρτάται από την αποδοχή τους. Παύει να υποχωρεί, αναζητά την αλήθεια και μαζί και τον ίδιο της τον εαυτό. Για μένα η Στέλλα συμβολίζει την καλοσύνη που δεν αφανίζεται από τη σκληρότητα και παράλληλα το ψυχικό σθένος όσων πόνεσαν σιωπηλά αλλά τελικά κατάλαβαν πως αξίζουν πολύ περισσότερο απ’ όσο τους είχαν κάνει κάποιοι άλλοι να πιστεύουν.
Η δεκαετία του ’70 στην ελληνική επαρχία, με τις σιωπές της, τα κουτσομπολιά και τους άγραφους νόμους της, αποτελεί έναν ιδιαίτερο κόσμο. Τι ήταν εκείνο που σας μάγεψε περισσότερο στην εποχή αυτή και γιατί την επιλέξατε ως σκηνικό για την ιστορία σας;
Δ.Ι.: Ήθελα να τοποθετήσω την ιστορία σε μια εποχή που όλα ήταν αλλιώς. Χωρίς κινητά, GPS και διαδίκτυο. Στη δεκαετία του ’70, οι πόρτες έμεναν ξεκλείδωτες, μα οι καρδιές έκρυβαν καλά τα μυστικά τους. Ένας κόσμος ζεστός, ανθρώπινος, αλλά με τους δικούς του αυστηρούς και απαρέγκλιτους κανόνες. Η ελληνική επαρχία είχε τότε μια ομορφιά καθημερινή: καφεδάκι στη γειτόνισσα, νυχτέρια στις αυλές γεμάτα κουβέντα, γέλια και χωρατά. Ένα σύμπαν που δεν βιαζόταν. Που επικοινωνούσε, για αυτό και με γοήτευσε τόσο πολύ. Φυσικά, πίσω από τη γαλήνη, υπήρχαν πληγές, έρωτες, πάθη, ίντριγκες και ανάγκη για φως. Εκεί, ανάμεσα στην αθωότητα και στα μυστικά, άνθισε η ιστορία της Στέλλας.
«Η ανεπιθύμητη ανιψιά»φέρνει στο φως κοινωνικές αδικίες, καταπιεσμένες γυναίκες, φιλοδοξίες και μικρούς καθημερινούς ήρωες. Πιστεύετε πως σήμερα έχουμε ξεφύγει από τις ίδιες σκιές ή απλώς άλλαξαν μορφή;
Δ.Ι.: Πιάνετε πολλά και νευραλγικά θέματα. Οι σκιές δεν χάθηκαν, απλώς άλλαξαν μάσκα. Οι κοινωνικές αδικίες σήμερα είναι πιο αθόρυβες, πιο «ευγενικές» και γι’ αυτό πολλές φορές πιο επικίνδυνες. Οι φιλοδοξίες υπήρχαν και θα υπάρχουν. Είναι στη φύση του ανθρώπου να παλεύει για κάτι καλύτερο. Το ερώτημα όμως παραμένει: με ποιο τίμημα και εις βάρος ποιανού; Συμφωνώ πως οι μεγαλύτεροι ήρωες ήταν και είναι οι καθημερινοί άνθρωποι. Αυτοί που αγωνίζονται να ζήσουν με αξιοπρέπεια, να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, να κρατήσουν καθαρή την ψυχή τους μέσα στον θόρυβο. Όσο για τις γυναίκες, κανείς δεν τις υποχρεώνει πια να μείνουν σπίτι, όμως σήμερα τους ζητάμε να παίζουν πολλαπλούς ρόλους στην εντέλεια. Να είναι άψογες εργαζόμενες, σύντροφοι, μητέρες, νοικοκυρές, φροντιστές, δημιουργοί. Είναι βαθιά εξαντλητική η ζωή της σύγχρονης γυναίκας, για αυτό χρειάζεται κατανόηση, αγάπη και ουσιαστική στήριξη.
Ο Σίμος Σαράντης μπαίνει στη ζωή της Στέλλας σαν φως σε σκοτεινό δωμάτιο, αλλά κουβαλά κι εκείνος πληγές. Πόσο δύσκολο ήταν να ισορροπήσετε ανάμεσα στον ρομαντισμό και τη σκληρή πραγματικότητα που τον περιβάλλει;
Δεν με ενδιέφερε να φτιάξω έναν «τέλειο άντρα», αλλά έναν άνθρωπο με παρελθόν, με ενοχές και πληγές που ίσως ακόμα πονούν. Ο Σίμος έχει κάνει λάθη, έχει εμπιστευτεί ανθρώπους που τον πλήγωσαν. Μα στέκεται. Παλεύει. Συγκινείται με τη Στέλλα γιατί αναγνωρίζει τον πόνο και τη μοναξιά της. Την ακούει και τη στηρίζει, όπως μόνο όσοι ξέρουν τι θα πει να μην έχεις πού να γείρεις. Είναι εκεί, είναι παρών. Και δεν φεύγει.
Δ.Ι.: Η Πρέβεζα ζωντανεύει σαν ένας ακόμη χαρακτήρας της ιστορίας σας, με μυρωδιές, ήχους και εικόνες που μένουν. Αν μπορούσατε να περπατήσετε δίπλα στη Στέλλα στους δρόμους της, τι θα της λέγατε;
Δ.Ι.: Θα της έλεγα «συνέχισε». Θα της έλεγα πως τη θαυμάζω που δεν λύγισε. Που στάθηκε ικανή να ορθώσει ανάστημα και να μην αφήσει να την καθορίσει η απόρριψη της οικογένειας του θείου της. Που από θύμα έγινε ο ήρωας της ζωής της. Η Πρέβεζα με το Σαϊτάν Παζάρ, το ρολόι του Αγίου Χαράλαμπου, την Κυανή Ακτή, το κάστρο του Παντοκράτορα, το Μύτικα και τη Μαργαρώνα, δεν είναι μόνο τοπίο. Είναι το σκηνικό του εσωτερικού της κόσμου, γεμάτη ανθρώπους που άλλοι την αγάπησαν, άλλοι την πόνεσαν, άλλοι τη στήριξαν, όμως τελικά τη λύτρωσαν με την αποκάλυψη της αλήθειας και μιας νέας δυναμικής Στέλλας που πήρε στα χέρια της τα ηνία της ζωής της.
Στο «Η ανεπιθύμητη ανιψιά»βλέπουμε πολλούς ανθρώπους που παλεύουν για την επιβίωση, την κοινωνική αποδοχή, την αγάπη. Για εσάς, τι σημαίνει «δικαίωση» όταν γράφετε τέτοιες ιστορίες;
Δ.Ι.: Για μένα, δικαίωση είναι να σπάει η σιωπή. Να βγαίνουν στο φως όλα εκείνα τα μυστικά που κάποιους βολεύουν όταν μένουν θαμμένα κάτω από ακριβά χαλιά. Να αποκαλύπτονται τα ψέματα, να ακούγονται οι αλήθειες που πονούν, και να παίρνει ο καθένας αυτό που του αναλογεί. Να πληρώνει ο ένοχος που τόσον καιρό κυκλοφορούσε με θράσος. Να φωτιστεί η διαδρομή εκείνου που πάλευε μόνος του με τα θηρία και κανείς δεν τον πίστευε. Και κυρίως, να φτάσει αυτό το ταξίδι στον αναγνώστη και να τον συγκινήσει, να τον κάνει να ταυτιστεί και να πει: “κι εγώ έτσι ένιωσα κάποτε”. Για μένα η αληθινή λογοτεχνική δικαίωση δεν είναι «να ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» αλλά να πάρει ο καθένας αυτό που του αναλογεί.
Πιστεύετε πως η λογοτεχνία έχει τη δύναμη να μας συμφιλιώσει με τα σκοτάδια μας ή τελικά να μας δείξει όσα δεν αντέχαμε να αντικρίσουμε;
Δ.Ι.: Σίγουρα η λογοτεχνία λειτουργεί ως καθρέφτης και κάλλιστα ο αναγνώστης, μέσα από τους ήρωες, μπορεί να ταυτιστεί και να αναγνωρίσει και τα δικά του σκοτάδια. Το ερώτημα είναι τι θα κάνει μ’ αυτή τη συνειδητοποίηση. Κάποιοι ήρωες καταρρέουν. Άλλοι, όπως η Στέλλα, ξαναχτίζουν πάνω στα χαλάσματα, περνούν μέσα από τη φωτιά και βγαίνουν πιο δυνατοί. Κάποιοι αναγνώστες απλά θα γυρίσουν σελίδα. Άλλοι θα κινητοποιηθούν για να κάνουν ένα βήμα μπροστά. Χαίρομαι πολύ όταν άνθρωποι που διάβασαν το βιβλίο μου μου γράφουν πως τους άγγιξε και έγινε αφετηρία για σκέψη. Τότε νιώθω πως το έργο μου έχει επιτελέσει το σκοπό του και πως η αλλαγή και η εξέλιξη είναι ένα βήμα πιο κοντά.