Ο Χάρης Κωφιάδης μάς οδηγεί στους δρόμους της αλήθειας, της μοναξιάς και της ελπίδας, σε μια ιστορία που ζητά από όλους μας λίγη περισσότερη κατανόηση.
Στo «CorfuPress.com» φιλοξενούμε τον συγγραφέα Χάρη Κωφιάδη, με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του μυθιστορήματος «Το όνομά μου είναι Σάντρα», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Carmelas Books.
Μια ιστορία που δεν μιλά μόνο για την ταυτότητα φύλου, αλλά για τον ίδιο τον άνθρωπο, τη μοναξιά του, τον αγώνα του να σταθεί όρθιος, την ανάγκη του να αγαπηθεί και να ανήκει. Η Σάντρα δεν γίνεται σύμβολο· μένει άνθρωπος, με όλες τις πληγές και τα όνειρά της, δείχνοντάς μας πως ο δρόμος για την ελευθερία ξεκινάει με μία απλή πράξη: την αποδοχή.
Συνέντευξη στη Νεκταρία Βαρσαμή–Πουλτσίδη
Κύριε Κωφιάδη, «Το όνομά μου είναι Σάντρα» δεν είναι απλώς ένα κοινωνικό μυθιστόρημα. Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να γράψετε την ιστορία της Σάντρας και ποιο κενό θέλατε να καλύψετε στη λογοτεχνία με αυτό το βιβλίο;
Χ.Κ.: Το βιβλίο έχει πράγματι κοινωνικό χαρακτήρα αλλά δεν μένει εκεί. Εστιάζει στο προσωπικό ταξίδι, την ψυχολογία, τα ηθικά διλήμματα, το τραύμα αλλά και την αυτοεικόνα, και αυτό ίσως το κάνει πιο σύνθετο.
Όσο για το τι με ώθησε, 9 χρόνια μετά την αρχική σύλληψη, δεν ξέρω να το απαντήσω. Το μόνο που ξέρω είναι πως ξεκίνησε ως διήγημα, κι εκεί σκόπευα να μείνει. Δεν με άφησε όμως εκείνη. Δεν την επέλεξα τη Σάντρα, με επέλεξε.
Ήθελα να πω την ιστορία της γιατί καθένας μπορεί να βρει κομμάτια του στη Σάντρα. Έγραψα όμως και για όσους δεν έχουν συχνά τη χαρά να ανοίξουν ένα βιβλίο και να νιώσουν ότι εκπροσωπούνται ως βασικοί πρωταγωνιστές. Αυτό είναι ίσως το κενό που επιχειρώ να καλύψω… Ίσως.
Η Σάντρα είναι ένας χαρακτήρας που δεν ζητά οίκτο, αλλά σεβασμό. Πόσο δύσκολο ήταν να γράψετε για μια τρανς γυναίκα χωρίς να πέσετε σε στερεότυπα ή διδακτισμό, και πώς δουλέψατε τη φωνή της ώστε να παραμείνει αληθινή;
Χ.Κ.: Δεν ήταν τόσο δύσκολο όσο πίστευα αρχικά. Ο φόβος υπήρχε πάντα εκεί αλλά όχι για κακό. Μια διαρκής υπενθύμιση να μη γίνω η αυθεντία που διδάσκει ή που πασχίζει να περάσει τα “σωστά” μηνύματα.
Το κλειδί ήταν η οπτική. Επέλεξα να δω τη Σάντρα ολοκληρωμένη, όχι απλώς ως μια τρανς γυναίκα. Γιατί αν αφαιρέσεις τις ταμπέλες, αυτό που μένει είναι κάτι βαθιά ανθρώπινο, και άρα οικείο.
Και νομίζω πως αυτό δείχνει και η ανατροφοδότηση από τους αναγνώστες που υπήρξε θετικότατη.
Η φωνή της Σάντρας είναι δική μου, δική σου και του καθενός που πασχίζει για τρία πράγματα: αποδοχή, αγάπη, ευτυχία. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.
Στο βιβλίο βλέπουμε πως η κοινωνία πολλές φορές πληγώνει χωρίς να το αντιλαμβάνεται. Πιστεύετε ότι η ελληνική κοινωνία σήμερα έχει κάνει βήματα αποδοχής ή παραμένει σε ένα στάδιο φόβου και προκατάληψης;
Χ.Κ.: Είναι αλήθεια. Η κοινωνία συχνά πληγώνει από συνήθεια, φόβο, άγνοια… Όμως, έχουν γίνει βήματα, νομίζω. Αργά αλλά ουσιαστικά.
Παραμένει, βέβαια, ο φόβος για το διαφορετικό… Αυτές οι νοοτροπίες δεν αλλάζουν με νομοσχέδια ή καμπάνιες. Θέλουν χρόνο, τριβή, διάλογο και μια κουλτούρα αγάπης που να καλλιεργείται από γενιά σε γενιά. Με κάθε παιδί που μεγαλώνει και μαθαίνει να κοιτά τον κόσμο αλλιώς.
Το λυπηρό είναι ότι ο χρόνος που χρειάζεται η κοινωνία, είναι συχνά μεγαλύτερος από αυτόν που έχει στη διάθεσή της η εκάστοτε Σάντρα.
Η Σάντρα, πέρα από τη μάχη της για την ταυτότητά της, βιώνει και την καθολική μοναξιά του ανθρώπου που παλεύει να ανήκει κάπου. Τι ήταν αυτό που θέλατε περισσότερο να επισημάνετε: την ανάγκη για αποδοχή ή την ανάγκη για αγάπη;
Χ.Κ.: Αγάπη ή αποδοχή; Δύσκολη διάκριση. Στα μάτια μου, είναι δύο δρόμοι παράλληλοι, και τελικά αδιαχώριστοι. Πιστεύω ακράδαντα πως η αγάπη προϋποθέτει αποδοχή και η αποδοχή, βαθιά και αυθεντική, είναι μια μορφή αγάπης.
Κι αν μου πεις πως το να αποδέχεσαι δεν σημαίνει ότι αγαπάς κιόλας, θα συμφωνήσω. Το ότι έχεις όμως την πρόθεση/ικανότητα να αποδεχτείς κάποιον όπως είναι, χωρίς να τον χωρέσεις στα μέτρα σου, δεν δείχνει και αυτό μια γενικότερη αγάπη για τον άνθρωπο;
Η Σάντρα παλεύει για να υπάρχει, χωρίς κάθε φορά να εξηγείται. Και αυτό είναι μια κραυγή και για τα δύο: αποδοχή και αγάπη. Γιατί στην ουσία, αυτά τα δύο είναι ένα.
Ποιο είναι το πιο σημαντικό μήνυμα που θα θέλατε να μείνει στον καθένα από εμάς μετά την τελευταία σελίδα;
Χ.Κ.: Η ζωή μας είναι ένας αγώνας δρόμου προς την ευτυχία. Και κανείς δεν ξέρει, για τον εαυτό του ή τον διπλανό, αν ο αγώνας θα είναι εκατοστάρι ή μαραθώνιος. Δεν ξέρουμε πόσο χρόνο έχουμε για να ολοκληρώσουμε την κούρσα…
Και έτσι, είναι στ’ αλήθεια κρίμα να βάζουμε τρικλοποδιές. Ιδίως σε άτομα που ξεκινούν τον αγώνα αρκετά μέτρα πίσω από την αφετηρία. Ίσως, αν απλώσεις το χέρι σε εκείνον που έμεινε πίσω, να φτάσεις ένα βήμα πιο κοντά στον δικό σου τερματισμό, όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται.
Η γραφή σας δεν ωραιοποιεί, αλλά ούτε γίνεται σκληρή για χάρη του σοκ. Ποιο ήταν το μεγαλύτερο στοίχημα για εσάς συγγραφικά, ώστε να διατηρήσετε αυτόν τον ισορροπημένο ρεαλισμό;
Χ.Κ.: Έχω μια βαθιά αντιπάθεια στα φτηνά κόλπα εντυπωσιασμού. Όχι απαραίτητα αναγνωστικά αλλά σίγουρα συγγραφικά. Αν μεταχειριστώ σοκαριστικά στοιχεία για να τραβήξω το ενδιαφέρον, νιώθω πως φτηναίνω το ίδιο το γεγονός. Σαν να μην του έχω εμπιστοσύνη ότι θα σταθεί.
Ταυτόχρονα, είμαι αρκετά ρεαλιστής για να ωραιοποιήσω καταστάσεις. Εκτιμώ κάθε γεγονός για αυτό που είναι. Και με την επίγνωση πως δεν θα προκαλέσω τις ίδιες αντιδράσεις σε όλους, προτιμώ να γράφω όπως ακριβώς νιώθω. Όχι φτιασιδωμένα, αλλά ούτε κραυγαλέα.
Τελικά, πιστεύετε ότι μπορούμε να γίνουμε η κοινωνία που θα απλώσει το χέρι στη Σάντρα ή φοβάστε πως η αδιαφορία θα είναι πάντα η πιο εύκολη επιλογή;
Χ.Κ.: Η αδιαφορία θα είναι πάντα η ευκολότερη επιλογή και η κοινωνία, συνολικά, δεν θα είναι ποτέ 100% έτοιμη να απλώσει το χέρι στη Σάντρα. Αυτά ως ρεαλιστής, όχι ως πεσιμιστής.
Το θέμα είναι, από τη μία, οι πρόθυμοι να αυξάνονται· και από την άλλη, όσοι αδιαφορούν τουλάχιστον να προσπερνούν, χωρίς να πληγώνουν.
Για το πρώτο σκέλος είμαι ειλικρινά αισιόδοξος. Το δεύτερο με φοβίζει περισσότερο.