Η συγγραφέας μάς μιλά για το σκοτάδι των ανθρώπων, τις αλήθειες που ματώνουν και τον έρωτα που γίνεται θάνατος.
Στο «CorfuPress.com» φιλοξενούμε τη συγγραφέα κυρία Ειρήνη Βαρδάκη, με αφορμή το νέο της ψυχολογικό θρίλερ «Να με ξεχνάς», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μίνωας
Μια ιστορία όπου το πιάνο παύει να είναι βουβό και η μουσική γίνεται τρόμος, ενώ δύο άνθρωποι συναντιούνται ξανά, όχι για να αγαπηθούν, αλλά για να επιβεβαιώσουν πως μερικοί έρωτες αφήνουν πίσω τους μόνο στάχτες.
Συνέντευξη στη Νεκταρία Βαρσαμή–Πουλτσίδη
Κυρία Βαρδάκη, το «Να με ξεχνάς» είναι ένα βιβλίο που βυθίζεται στο σκοτάδι του ανθρώπινου νου. Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να γράψετε μια ιστορία όπου ο έρωτας δεν γίνεται καταφύγιο αλλά απειλή;
Ε.Β.: Για τους ήρωες μας ο έρωτας δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι καταφύγιο. Δεν αναζητούν την ασφάλεια ή την θαλπωρή μιας σχέσης. Είναι ακραίοι και δραματικοί. Εκείνο που ψάχνουν απέχει πολύ από το συνηθισμένο και το συμβατικό.
Η Λίλυ και ο Σαμ ζουν έναν έρωτα που περισσότερο μοιάζει με ανοιχτή πληγή παρά με σχέση. Πιστεύετε ότι υπάρχουν αγάπες που είναι εκ γενετής καταδικασμένες ή όλα κρίνονται στις επιλογές που κάνουμε;
Ε.Β.: Μία τοξική σχέση είναι καταδικασμένη εν τη γενέσει της. Δεν υπάρχουν χάπι εντ ούτε και εξαιρέσεις. Και όσοι προσβλέπουν σε αυτές -στις εξαιρέσεις- είναι τα επόμενα θύματα. Ωστόσο εδώ δεν μιλάμε για μια τοξική σχέση ή για μια αγάπη που πληγώνει. Οι ήρωες του ΝΑ ΜΕ ΞΕΧΝΑΣ βιώνουν κάτι πρωτόγνωρο. Ένα αίσθημα ακραίο και σαρωτικό. Όχι, όλο αυτό δεν είναι απλώς αγάπη…
Στο «Να με ξεχνάς» βλέπουμε πως η μουσική, ειδικά το πιάνο, γίνεται τρόπος έκφρασης όσων δεν λέγονται με λόγια. Αν μπορούσατε να επιλέξετε ένα μουσικό κομμάτι για να συνοδεύσει την ιστορία τους, ποιο θα ήταν και γιατί;
Ε.Β.: Η μουσική συνόδευε την ιστορία αυτή από την πρώτη λέξη έως και την τελευταία. Αυτός ήταν και ο στόχος μου, ένα έργο σκοτεινής ομορφιάς με διάχυτη μουσικότητα, που να μοιάζει περισσότερο με παρτιτούρα. Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου υπάρχει λίστα για το Spotify όπου οι αναγνώστες μπορούν να ανακαλύψουν τις μουσικές που ενέπνευσαν την ιστορία μας. Σίγουρα μονοπωλεί ο Σοπέν, ο Λιστ, ο Σατί και ο Ουμεμπαγιάσι.
Η διήγησή σας ακολουθεί διαφορετικές φωνές και χρόνους, χωρίς να αποκαλύπτει απόλυτα ποιος είναι το θύμα και ποιος ο θύτης. Πόσο δύσκολο ήταν να κρατήσετε αυτή την ισορροπία χωρίς να χαθεί η αλήθεια της ιστορίας;
Ε.Β.: Οι ισορροπίες αυτές είναι πάντοτε εύθραυστες μα εξαιρετικά πολύτιμες για την απόδοση της ιστορίας. Δεν θα πω ότι δυσκολεύτηκα ιδιαίτερα, δεδομένου ότι στα περισσότερα βιβλία μου, τα όρια μεταξύ θύτη και θύματος είναι θολά και ασαφή.
Ο Ματέο, ο Ραλφ, ακόμη και το ίδιο το πιάνο, είναι σύμβολα που εμφανίζονται διαρκώς στη ροή της πλοκής. Τι αντιπροσωπεύουν για εσάς και πώς χτίστηκαν στη συγγραφική σας σκέψη;
Ε.Β.: Είναι αναπόσπαστα κομμάτια της ιστορίας και μέρος της ουσίας της. Ακόμη και το πιάνο είναι -έγινε- ήρωας κεντρικός. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω πότε και πώς εμφανίστηκαν, εκείνο που ξέρω με σιγουριά είναι ότι είμαι ευγνώμων στον κάθε ένα χωριστά, γι΄αυτό το ανεπανάληπτο ταξίδι.
Η φράση «αν πεθάνεις, θα πεθάνω» ακούγεται ρομαντική, αλλά εδώ μοιάζει περισσότερο με προαναγγελία καταστροφής. Πόσο επικίνδυνη μπορεί να γίνει η αγάπη όταν παύει να είναι ελεύθερη;
Ε.Β.: Πολύ. Όμως δεν θέλω να σταθώ εκεί. Δεν είναι το χειριστικό στοιχείο που θέλησα να επισημάνω. Ούτε και το τοξικό. Είναι κάτι άλλο…
Πιστεύετε πως η λογοτεχνία μπορεί να μάς βοηθήσει να αναγνωρίσουμε τα σκοτεινά κομμάτια του εαυτού μας ή τελικά τα ιστορίες σαν κι αυτή μάς δείχνουν όσα φοβόμαστε να παραδεχτούμε;
Ε.Β.: Η λογοτεχνία είναι κάθε φορά εκείνο που επιλέγει η ίδια να είναι. Το ΝΑ ΜΕ ΞΕΧΝΑΣ δεν θέλησε να υπογραμμίσει κανένα κοινωνικό σχόλιο, δεν παπαγάλισε κανένα κλισέ, ούτε και διάλεξε εύκολους δρόμους. Το ΝΑ ΜΕ ΞΕΧΝΑΣ ήταν για μένα εξ αρχής ένας καμβάς στον οποίο θέλησα να δοκιμαστώ λογοτεχνικά. Η τέχνη και η ομορφιά της γραφής ήταν το στοίχημα, ένα έργο που να το διαβάζεις και να νιώθεις ότι ακούς μουσική.