Ερώτηση για τις ελλείψεις νερού και την αύξηση του κόστους των υπηρεσιών ύδρευσης, άρδευσης και αποχέτευσης.
Σύμφωνα με το ΚΚΕ
Το ζήτημα της έλλειψης νερού σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, ενώ την ίδια ώρα τα λαϊκά νοικοκυριά πληρώνουν πανάκριβα τις υπηρεσίες ύδρευσης, άρδευσης και αποχέτευσης αναδεικνύει η Ευρωκοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ, με ερώτηση που κατέθεσε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ο ευρωβουλευτής του Κόμματος, Κώστας Παπαδάκης.
Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία του EPRS για το 2024 με βάση τα οποία 5,4 εκατομμύρια άνθρωποι στην Ελλάδα ζουν σε περιοχή με ελλείψεις νερού, ενώ στην ΕΕ φτάνουν τα 53 εκατομμύρια. Οι εργατικές-λαϊκές οικογένειες και οι βιοπαλαιστές αγρότες έρχονται για ακόμη μια φορά αντιμέτωποι με διακοπές νερού και προειδοποιήσεις για περιορισμό στην ύδρευση και άρδευση σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, όπως η Πελοπόννησος και η Θεσσαλία αλλά και σε νησιά όπως Κρήτη, Κέρκυρα, Αστυπάλαια. Οι απώλειες νερού λόγω διαρροών σε απαρχαιωμένα δίκτυα μόνο στην Αττική φτάνουν το 23% ενώ σε πανελλαδικό επίπεδο το 40%.
Την ίδια στιγμή αυξάνονται οι ιδιωτικές γεωτρήσεις των μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων για να καλύψουν χωρίς κόστος τις αυξημένες ανάγκες των τουριστών και τις πισίνες τους ενώ προωθείται, ιδιαίτερα στα νησιά, η πανάκριβη για το λαό και μη βιώσιμη λύση της αφαλάτωσης.
Είναι τεράστιες οι ευθύνες των ελληνικών κυβερνήσεων διαχρονικά και της σημερινής της ΝΔ. Γιατί ούτε θέλουν ούτε και μπορούν να ασκήσουν μια πολιτική ολοκληρωμένης διαχείρισης του νερού με κριτήριο την κάλυψη των λαϊκών αναγκών σε ποιοτικό και φθηνό νερό και την εξασφάλιση της υδατικής ισορροπίας και την προστασία του περιβάλλοντος. Ενδεικτικό είναι και το παράδειγμα αυτών των ημερών με την ανίχνευση αυξημένων τιμών ουρανίου στο πόσιμο νερό χωριών των Σερρών. Αντίθετα, η πολιτική που υλοποιούν αντιμετωπίζει το νερό ως εμπόρευμα και τη διαχείρισή του με τη λογική «κόστους- οφέλους» με γνώμονα το κέρδος των επιχειρήσεων είτε είναι κρατικές, ιδιωτικές ή μεικτές. Πρόσφατα, μάλιστα, προαναγγέλθηκε από την κυβέρνηση συγχώνευση δημόσιων υπηρεσιών Ύδρευσης-Αποχέτευσης προκειμένου να δημιουργηθούν επιχειρήσεις «μεγάλης κλίμακας» με στόχο το περαιτέρω ξεζούμισμα των λαϊκών οικογενειών. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται κι η συγκέντρωση-ιδιωτικοποίηση των Τοπικών Οργανισμών Εγγείων Βελτιώσεων (ΤΟΕΒ) που οδηγεί σε ακόμα μεγαλύτερες ελλείψεις κι αυξήσεις στο αρδευτικό νερό για τους βιοπαλαιστές αγρότες.
Πρόκειται για την υλοποίηση της στρατηγικής της ΕΕ για τη διαχείριση των υδάτων που θέτει προτεραιότητα την εξοικονόμηση της ζήτησης του νερού σε αντιπαράθεση με τη μεγιστοποίηση της δυνατότητας προσφοράς του σε κάθε υδατικό διαμέρισμα. Με βάση την κυριότερη Οδηγία-πλαίσιο για τα ύδατα δίνει κατεύθυνση για «κατάλληλες πολιτικές τιμολόγησης» αλλά και εφαρμογή της αρχής «ανάκτησης κόστους» που τα λαϊκά νοικοκυριά καλούνται να πληρώσουν πανάκριβα μέσα από τα τιμολόγια νερού. Μάλιστα σε πρόσφατη έκθεση του Ευρωκοινοβουλίου για το νερό αυτές ακριβώς τις κατευθύνσεις ψήφισαν από κοινού ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΛΕΥΣΗ, Λατινοπούλου.
Την ίδια στιγμή, ο λαός στερείται σε πολλές περιοχές της χώρας επαρκές, ποιοτικό και πόσιμο νερό, πληρώνοντας από το υστέρημά του για την αγορά εμφιαλωμένου νερού με τους ομίλους εμφιάλωσης να θησαυρίζουν.
Με βάση τα παραπάνω ο ευρωβουλευτής του Κόμματος κατέθεσε τα εξής ερωτήματα:
«Πώς τοποθετείται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο γεγονός ότι:
– Η ένοχη στρατηγική της ΕΕ όπως κι η εφαρμογή της αρχής της ΕΕ για “ανάκτηση κόστους” καταδικάζει τα λαϊκά νοικοκυριά να πληρώνουν πανάκριβα τις υπηρεσίες ύδρευσης, άρδευσης και αποχέτευσης, καθώς και τις αυξήσεις που προβλέπονται στα τιμολόγια ενώ σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι εξασφαλισμένη καν η κάλυψη των λαϊκών αναγκών;
– H πολιτική της ΕΕ με κριτήριο την κερδοφορία των ομίλων δίνει προνόμια απρόσκοπτης υδροδότησης πχ ξενοδοχειακών ομίλων, κάθε είδους διευκολύνσεις στο κεφάλαιο και διαμορφώνει πεδίο κερδοφορίας για τους ομίλους εμφιάλωσης, ενώ την ίδια ώρα καρκινοβατούν έργα υποδομών που πρέπει να γίνουν κατεπειγόντως χωρίς ΣΔΙΤ και συμβάσεις παραχώρησης, για την εξασφάλιση επάρκειας νερού και βελτίωσης της ποιότητάς του, με αντικατάσταση φθαρμένων και ακατάλληλων δικτύων, την ορθολογική αξιοποίηση των υδάτινων αποθεμάτων, με χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό, χωρίς καμία λαϊκή επιβάρυνση;».