Δήλωση του βουλευτή Κέρκυρας.
Αναλυτικά:
Έναν χρόνο πριν, στις 2 Σεπτεμβρίου 2024, μαζί με τον συνάδελφο Βασίλη Κόκκαλη, μεταβήκαμε στο Δικαστικό Μέγαρο Λάρισας και καταθέσαμε μηνυτήρια αναφορά. Με αυτήν ζητήσαμε την αναβάθμιση των κατηγοριών σε κακουργήματα, κατά όσων παρήγγειλαν και συμμετείχαν στο μπάζωμα και ξεμπάζωμα του χώρου του εγκλήματος στα Τέμπη.
Το έγκλημα που αναδείξαμε ήταν αυτό της κακουργηματικής απιστίας σε βάρος του Δημοσίου, καθώς με χρήματα του ελληνικού λαού έγιναν όλες αυτές οι εσπευσμένες παρεμβάσεις στον χώρο. Στόχος μας ήταν, με την αναβάθμιση του κατηγορητηρίου, να καταστεί δυνατή η άρση του τηλεφωνικού απορρήτου όλων των εμπλεκομένων. Θεωρούσα και εξακολουθώ να θεωρώ ότι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να αποκαλυφθεί πέραν κάθε αμφιβολίας η αλήθεια για όσα διαδραματίστηκαν το μοιραίο εκείνο βράδυ.
Αντί για αυτό, γίναμε μάρτυρες μιας συντονισμένης προσπάθειας συγκάλυψης. Η Βουλή έσπευσε να κλείσει με ντροπιαστικό τρόπο τις υποθέσεις κατηγορούμενων στελεχών της. Ο Ανακριτής έκλεισε τη δικογραφία χωρίς να ερευνηθούν όλα τα στοιχεία. Και τώρα, με καθυστέρηση, διαβιβάζεται στη Βουλή μια συμπληρωματική δικογραφία που προέκυψε από τη δική μας πρωτοβουλία, ενώ την ίδια στιγμή μαθαίνουμε από διαρροές ότι η μήνυσή μας μπαίνει στο αρχείο.
Είμαι μάχιμος δικηγόρος πολλά χρόνια. Έχω αποδείξει τον σεβασμό μου στις αποφάσεις της Δικαιοσύνης και στους δικαστικούς λειτουργούς. Όμως τέτοια ντροπή και απέχθεια, όπως αυτή που αισθάνομαι τα τελευταία δύο – τρία χρόνια, δεν την έχω νιώσει ποτέ άλλοτε. Ούτε ως δικηγόρος, ούτε ως βουλευτής.
Όταν η πλειοψηφία στη Βουλή λειτουργεί ως ασπίδα προστασίας υπουργών, όταν η Δικαιοσύνη κλείνει δικογραφίες χωρίς να εξετάζει κρίσιμα στοιχεία, όταν πορίσματα εμφανίζονται κατόπιν εορτής, τότε δεν μιλάμε για δικαιοσύνη. Μιλάμε για μεθοδεύσεις.
Όλα πολύ βολικά. Όλα τακτοποιημένα. Όλα στα μέτρα τους.
Απέναντι σε αυτή τη θεσμική κατάρρευση δεν μπορώ να σιωπήσω. Αηδίασα, μα τω Θεώ!