Μικρούς μας αρκούσαν οι απλές εξηγήσεις και γυρίζαμε την πλάτη στο πολύπλοκο. Βρίσκαμε ότι δεν χωρούσε, μπέρδευε, μίκραινε το χαμόγελο, συντόμευε το παιχνίδι. Περνώντας στην εφηβεία, προσθέσαμε επιλογές, ερμηνείες. Κάθε τι μπορούσε να έχει εναλλακτικές απαντήσεις. 2-3-4 και περισσότερες καμιά φορά. Το παιχνίδι είχε συντομέψει ήδη, η φαντασία είχε περιοριστεί. Μεγαλώνοντας, μαζί μας μεγάλωσαν και οι φοβίες. Όλα είχαν επιπτώσεις και πολλές φορές ενοχές. Αυτή, η καινούργια λέξη, τρύπωσε κάτω από την πόρτα κάποιο χειμώνα. Ήρθε για να μείνει. Καμία εξήγηση δεν ήταν πλέον απλή. Και το παραμικρό περιστατικό έπρεπε να αναλύεται, να αποκτά επιρροή στην σκέψη, να την φρενάρει και να υπενθυμίζει το αντίκτυπο της πράξης, πριν καν πάρει σάρκα και οστά. Και εκεί καταλάβαμε πως όσα χαλάκια κι αν βάλεις κάτω από μια σακατεμένη πόρτα, ο παγωμένος άνεμος θα συνεχίσει να μπαίνει και να κρυώνει την θέληση. Κι όταν η άνοιξη έφερνε μαζί της την αισιοδοξία του ανθισμένου κλαδιού και την φωνή του γκιώνη, για κάποιο λόγο τα πόδια έστεκαν αποσβολωμένα, ακίνητα, ανίκανα να υπακούσουν στο πρόσταγμα της παιδικότητας. Κάπως έτσι οι μικρές, καθημερινές αχτίδες διαφορετικότητας, έπαψαν να μπαίνουν από το τζαμένιο παράθυρο, δίνοντας την θέση τους σε μια μουντή διστακτικότητα, που χωρούσε αμέτρητες εξηγήσεις και καμία διάθεση για να τις παραμερίσει κανείς. Η εκδίκηση της πολυπλοκότητας ήταν γεγονός.
- Τον άκουσες;
- Ποιώνε;
- Τον γκιώνη;
- Τι είναι ο γκιώνης;
- Πουλί. Δε τονε ξέρεις;
- Όχι. Που είναι;
- Απ’ όξω, που θέλεις να’ ναι; Μέσα και να μαγειρεύει σαν και μένανε όλη μέρα, όπου δε σας αρέσει το ένα, δε σας αρέσει το άλλο και μ’ έχετε βουρλίσει την άχαρη; Σύρε να τονε δεις.
- Και που είναι ωρή τζία ο γκιώνης; Που να τονε χαλέψω;
- Ξέρω γω; Άκουσε τονε και θα τον έβρεις.
- Αυτό που κάνει αααα… αααα…
- Ναι αυτό. Σύρε να το’ βρεις.
- Πάω.
Μέσ’ τα σκοτάδια δε βρίσκεις όχι γκιώνη, αλλά ούτε το μάνταλο τσι πόρτας για να μπεις ντακάπο στο σπίτι. Έντεσα τσι οχτιές, γιόμισα κολιατσίδες από κείνες που τσι’ χαμε τάχαμου για βέλη ινδιάνικα, έφαγα και μια γερήνε στο γόνα, από κείνωνε τον αφορεσμένο τον γκομό, όπου είχα κάμει όρκο να τονε πελύσω από την Ανάληψη(αλλά ήτανε βαρύς για να τονε πάρω τον ανήφορο στο πλάτη), και γκιώνη ούτε είδα, ούτε κι άκουσα. Ο πονηρίτας με πήρε χαμπάρι φαίνεται και κρούφτηκε, να χέσω τα φτερά τσι νόνας του. Έλα αμιά. Δε μου φτάνανε οι κεντρίνες, οι τσουκνίδες, τα αγκάθια, οι κουτσουλιές από τσι κότες όπου τσι’ πιανε τσερλιό κάθε τρεις και λίγο, ο κόκκορος που βαρούσε σπέντες στο κλαρί και έσκουζε γιατί έβλεπε ονείρατα και με ξύπναγε από τσι 5, είχα και το γκιώνη τώρα.
- Δώκε μου το φακό.
- Μη μπεις μέσα, τι πιάνω τι βίτσα και σου μετρώ τσι βεντριές μια-μιανε, διάσκαντσε! Πως γένηκες έτσι νυχτιάτικα;
- Το γκιώνη δε μου’ πες να γύρω; Ε, τονε γυροφέρνω φόρσι και ζαλιστεί και πέσει από κάτου για να τονε δω.
- Δεν έχει πλάκα ο φακός. Έσωσε προψές που χάλευε ο θειός σου το χωνί για να γιομίζει τη νταμιτζάνα. Φύγε από δω! Διασκ…
- Το φακό, είπα. Δώκε μου τονε, μη γύρω όλο το σπίτι τσι κόρσες και το αλικουρνίσω σίσκαρο!
- Εγώ φταίω, που σ’ έστειλα να μάθεις 5 πράγματα…
- Σιγά μην ήτανε 5. Ούτε το ένα δεν είδα. Δώκε μου το φακό.
- Κάτσε αυτού, που σφουγγάρισα το μωσαϊκό 3 φορές από το πρωί! Σκουλούκια έχεις και δε κάθεσαι στον κώλο σου 2 λεφτά!
- Ωρή, τζία, αριθμητική θα κάμουμε βραδιάτικα; 5, 3, 2, ξέχασες το τέσσερο!
- Πάρτονε διάτανε! Πρόσεξε σου όμως, μη πάει και τονε τσακίσεις κι αυτώνε, γιατί αλλοίμονο σου. Θα κάμεις να δεις τελεόραση ένα μήνα! Θα το πω τσι μάνας σου…
- Μολογούρα! Ε, μολογούρα! Φέρτωνε!
Άτιμη φάρα οι γκιώνηδες. Κρούβονται και δε τσου βρίσκεις ούτε με φακό. Έγυρα όλη τη κουζίνα απ’ όξω και δε έβγαλε κιχ. Τα’ χε κάμει πλακάκια με τη τζία, μου κάζεται και με κογιονάριζε αβέρτα. Τον άκουσα κάνα – δύο φορές, αλλά ότα πήγαινα κατά το αααα… που κα’ νε, εξαφανιζότανε σα τσου ταχυδαχτυλουργούς τσι Κυριακές το μεσημέρι, που βάνανε στο καπέλο πιστούνια και το γυρίζανε ανάποδα και δεν είχε ούτε φτερό μέσα. Είδα κι απόειδα, κι αφού ζοχαδιάστηκα που’ χασα το Μαγκάρετ για να χαλεύω το γκιώνη, άρχισα να βαρώ ένα λατί κομπόστα βερίκοκο που έβρηκα κατά γης. Επήρα φόρα όπου λέτε και τραβώ ένα σουτίδι με την πόντα, τάχαμου για να πιτύχω το νικητήριο γκολ. Εκείνο κει γκελάρισε απάνου στον γκομό, έσκυψα σαν αίλουρος για να μη με βρει στο δόξα πατρί και πήγε και απευτείας στο λάτινο το δοχείο με το νερό, που’ χε ο θειός μου για να ξουρίζεται, πάνω από το καθρεφτάκι. Και… τσουπ! Δύο φτερά ίσα με τα κουπιά τσι βάρκας περάσανε από μπροστά μου, μ’ ένα …βουπ! Εστραβωστόμησα! Που να μπει η μαλίνια μέσα του, ήτανε ο γκιώνης ο αναγκεμένος, που χολεύτηκε και έκαμε άπου! Εσκιάχτηκα τόσο, που σκούπισα το παντελόνι από τσι κολιατσίδες, έκαμα το σταυρό μου και πήρα τον όρκο πίσω για τον γκομό. Όχι, δεν θα τονε πέλουνα στην Ανάληψη. Έπιακα το φακό και πήγα να τον ανάψω πάλε, αλλά όσους φούσκους και να του’ ριχνα, δεν έβγανε τότσο φως.
- Τον είδες;
- Όχι. Ναι.
- Ναι, ή όχι;
- Δε ξέρω. Ήτανε σκοτάδι.
- Αφού σου’ δωκα το φακό.
- Ε και;
- Για φέρτωνε εδώ να τονε δω.
- Πάρτωνε.
- Ιιιιιι… θα σε γιανίσω! Κι άμα δε σε γιανίσω εγώ, θα σε γιανίσει ο θειός σου. Κι όταν σώσει εκείνος…
- Ναι, ξέρω. Θα με γιανίσει η μάνα μου. 6 οι 8;
- Μη μου κάνεις εμένανε μότα…
Ο Γιώργος Κοσκινάς είναι αρθρογράφος, συγγραφέας. Το κείμενο είναι προδημοσίευση από το “Ρεμπόμπο 2”, το νέο βιβλίο που ετοιμάζει