Μια καινούργια μέρα χάραζε εκεί έξω, παίζοντας με τα χρώματα. Το σκοτάδι απομακρύνονταν αφήνοντας πίσω του σκιές. Τα κοκόρια συναγωνίζονταν το ένα το άλλο, δίνοντας το ρυθμό στα αγουροξυπνημένα κηπουριά. Όλος ο κάτω δρόμος ένα απέραντο μποστάνι, χωρισμένο σε μικρά κομμάτια. Του κυρ Νίκου ήταν το μεγαλύτερο, δίπλα από την βρύση. Δύο ευκάλυπτοι συντρόφευαν το πράσινο πορτόνι στην ατέρμονη μοναξιά του. Ένας από κάθε μεριά, σαν αμίλητοι φύλακες. Πότε με φύλλα και πότε δίχως, τα κλαριά έμοιαζαν να το αγκαλιάζουν με ένα δικό τους, ξεχωριστό τρόπο. Σιωπηλά. Το σπιτάκι με την βεράντα και τις λεμονιές φαινόταν απ’ το δρόμο. Την άνοιξη χαζεύαμε τα φορτωμένα από καρπό κλαριά μέσα από το τζάμι του λεωφορείου, καθώς επιστρέφαμε τα μεσημέρια απ’ το σκολειό. Πιο πέρα, η μεγάλη μουριά έστεκε επιβλητική και κάλυπτε την είσοδο του χωραφιού, με την προστατευτική της φυλλωσιά και τους λαχταριστούς καρπούς, που πολλές φορές μας έβαλαν σε πειρασμό να κουρσέψουμε. Πίσω της απλώνονταν δεκάδες ρίβες με ζαρζαβατικά – ανάλογα την εποχή – και οργωμένα στρέμματα με κόπο και ιδρώτα. Τότε, το μυαλό δεν μπορούσε να δει την έννοια και την αγωνία πίσω από τις λέξεις, παρά μόνο τα στάδια. Το πριν και το μετά. Όλα φάνταζαν απλά και ανεξήγητα συνάμα και πολύ μακριά από αυτά που αποτελούσαν τον μικρόκοσμο μας, στην καθημερινή του τριβή με την καθημερινότητα και τις προοπτικές που θα ανοίγονταν κάποτε και για μας. Με, ή χωρίς επιλογές. Και δεν ήταν το ριζικό κανενός, παρά μια παρτίδα κοντσίνα με την θέληση και το πείσμα, κάτι που δε το μαθαίνεις τελικά, γιατί απλά δεν διδάσκεται. Είναι έμφυτο και στην εξίσωση του με τον χρόνο, καθορίζεται από την αποφασιστικότητα.
- Σάββατο επιτέλους, αναφώνησε με λαχτάρα και προσμονή ο Γρηγόρης.
- Κανονικά δε θα’ πρεπε να’ χουμε σχολείο τα Σάββατα, αποφάνθηκε ο Μήτσος, κατσουφιασμένος ως συνήθως. Δεν ξέρω γιατί, αλλά κάθε φορά που άνοιγε το στόμα του, μου έφερνε στο νου εκείνους που παραπονούνταν με το κάθε τι. Αυτούς που έβρισκαν πάντα ένα ψεγάδι σε κάθε τι. Κάπως έτσι ήταν ο Μήτσος. Και τότε με το ποδήλατο, όταν του το’ φεραν σπίτι του κουτιού, γκρίνιαζε για τη σέλα που ήταν μικρή και το χρώμα, γιατί το’ θελε μπλε και όχι κόκκινο.
- Γιατί, ρώτησε ο Τζώνι, με το γνωστό του αφελές ύφος, το ξεκάθαρα παιδιάστικο.
- Τι γιατί; Στο εξωτερικό τα Σάββατα δεν έχουν σχολείο. Μόνο εμείς εδώ. Καλά λέει ο πατέρας μου ότι είμαστε 100 χρόνια πίσω.
- Δε λες καλά που βγάλαμε τις ποδιές, πρόσθεσε κουνώντας το κεφάλι με νόημα ο Ντίνος. Που πηγαίναμε ντυμένοι σαν τα κορίτσια…
- Δε τα αφήνουμε λέω εγώ αυτά; Έχουμε αγώνα σήμερα, το ξεχάσατε; Το απόγιομα, στις 4.
Η φωνή του Γρηγόρη έδωσε μια άλλη διάσταση στην κουβέντα, απομακρύνοντας τις σκέψεις που είχαν αρχίσει να φωλιάζουν στα μυαλά μας. Περί δικαιοσύνης, προόδου και λοιπών ακαταλαβίστικων, απ’ αυτά που τους αρέσει να συζητούν οι μεγάλοι στα καφενεία και να βρίσκουν αφορμή για να χωρίζονται σε ομάδες. Όπως κάναμε πριν από κάθε αγώνα κι εμείς. Όπου ο χοντρούλης καθόταν τέρμα, ακόμη κι αν είχε φέρει τη μπάλα και που στα τρία κόρνερ ήτανε πάντα πέναλτι. Γιατί μπορεί να μας κατηγορούσαν για ανωριμότητα και άλλα πολλά, όμως κανόνες είχαμε κι ας ήμασταν μικροί. Ακόμα και στο παιχνίδι. Την κλοτσοπατινάδα, όπως την έλεγαν κοροϊδευτικά, που δε θα μας πήγαινε πουθενά στη ζωή και που μόνο οι μπουμπούνες και οι τεμπέληδες ασχολούνται μαζί της. Κι εμάς μας διέψευσε η ζωή και εκείνους. Γιατί ο Γρηγόρης μπορεί να μην προχώρησε στο σκολειό, όμως έπαιξε στην Β’ εθνική και κάποια εποχή παζάρευαν την μεταγραφή σε ομάδα της Αθήνας. Ένα Φλεβάρη του ’82 τον είδα στην τηλεόραση να μπαίνει αλλαγή σε αγώνα κυπέλου και σκέφτηκα τα λόγια του πατέρα του, που μόνο προφητικά δεν αποδείχτηκαν. Τώρα που το σκέφτομαι με μια πιο καθαρή ματιά από εκείνη των 15 χρόνων, ο Γρηγόρης και πείσμα είχε και αποφασισμένος ήταν και το πίστευε, πληρώνοντας πολλές φορές το τίμημα του στόχου του. Γιατί κι αυτό, μέσα στο παιχνίδι είναι…
- Εγώ πίσω δεν κάθομαι, σας το λέω. Για να μην έχουμε πάλι γκρίνιες. Θα παίξω μπροστά και μου κάνει χάρη να φάμε 5! Η κωμική γκριμάτσα του Τζώνι θύμιζε τα κινούμενα σχέδια της Κυριακής στην τηλεόραση, ειδικά όταν πείσμωνε θυμωμένα. Είχε τα δίκια του, είναι αλήθεια. Μονίμως ριγμένος ήταν. Κι όχι τίποτα άλλο, δεν πηδούσε ούτε εφημερίδα όπως του’ λεγε ο Γρηγόρης, κάθε φορά που τρώγαμε γκολ με κεφαλιά.
- Εσένα θα’ πρεπε να σε αφήσουμε να παίξεις τα μήλα με την αδελφή σου και τις φιλενάδες κανονικά, αλλά έλα που μας λείπει ένας. Τυχερός είσαι. Τίποτα άλλο. Γιατί μπάλα δε θα μάθεις ούτε 100 χρονών να πας.
- Σκασίλα μου. Εγώ θα γίνω μηχανικός όπως ο πατέρας μου. Πελατεία έτοιμη και δουλειά στρωμένη…
- Σιγά μη γίνεις και αεροπόρος! Βλήμα, ε βλήμα! Που ακόμα μετράς με τα δάχτυλα!
- Δε μετράω με τα δάχτυλα!
- Μετράς, σε είδα τις προάλλες!
- Κουταμάρες λες! Και ξέρεις γιατί δε μετράω με τα δάχτυλα;
- Γιατί;
- Ναι, γι’ αυτό…
- Μου το πήρε ο νονός μου δώρο πέρσι τα Χριστούγεννα. Αμ’ τι νομίσατε;
Το κομπιουτεράκι στα χέρια του Τζώνι διέλυσε κάθε αμφιβολία, ενώ ταυτόχρονα γέννησε επιφωνήματα θαυμασμού και ζήλειας. Μικρό, χωρούσε στην παλάμη του, με κουμπάκια και μια οθόνη σβηστή, ικανό να προσφέρει λύσεις και να δίνει αποστομωτικές απαντήσεις, πρόσφερε στην στιγμή την αμηχανία που της αναλογούσε και στο πρόσωπο του μικρόσωμου φίλου μας μια πλατιά ικανοποίηση.
Η φωνή του εισπράκτορα καθώς φώναζε τις στάσεις, διέκοψε τις χαζομάρες του γυρισμού και η παρέα αποδεκατίζονταν, καθώς ένας – ένας κατέβαινε τρέχοντας τις σκάλες με την τσάντα στο χέρι με ένα πλατύ χαμόγελο και τον Γρηγόρη να υπενθυμίζει την ώρα.
- Στις 4 παρά έλα. Όχι την τελευταία στιγμή όπως την άλλη φορά. Εντάξει;
- Εντάξει.
Μέχρι να φτάσει η σειρά μου είχαμε μείνει με τον Ντίνο οι δύο μας, με τα χέρια στις χειρολαβές στο πίσω μέρος του λεωφορείου και τις σάκες στα πόδια. Εκείνος θα πήγαινε μέχρι τέρμα. Ήταν ο μόνος που μπορούσα να συνεννοηθώ μαζί του, χωρίς χωρατά και παιδιάστικες ανοησίες. Διαβάζαμε κι οι δύο, με τον δικό του τρόπο ο καθένας και για τον δικό του σκοπό. Εκείνος έβλεπε μόνο το χαρτί και το στυλό στο δρόμο του. Εμένα με είχε μαγέψει το ραδιόφωνο και ονειρευόμουν μικρόφωνα, στούντιο και εκπομπές. Τελικά, η ζωή μας επιφύλαξε ένα παράξενο παιχνίδι, χωρίς διαιτητή και σφυρίγματα για φάουλ, αλλάζοντας ρότα στις ράγες μας. Έτσι, γκριζομάλληδες πια, εγώ κατάληξα να διαβάζω τυπωμένες τις σκέψεις μου στην εφημερίδα και να τα βάζω με τον εαυτό μου που δεν διόρθωσα κάποια φράση, κι εκείνος να απορεί που δεν είδε νωρίτερα το βραχυκύκλωμα στην κονσόλα και δε βγήκε στην ώρα της η εκπομπή. Πολλές φορές οι «αγώνες» που δίνουμε δεν είναι απλά αμφίρροποι, αλλά και με απροσδόκητη εξέλιξη, πέρα από κάθε σύστημα και τακτική. Γιατί ένα από τα πιο γευστικά μπαχάρια που προσθέτει η ζωή, είναι το αναπάντεχο, το ακαθόριστο, αυτό που διαρκώς έρχεται και σε ξαφνιάζει, πιάνοντας σου στον ύπνο. Και το κάνει πολύ έξυπνα, μέσα από μικρά, καθημερινά διλήμματα.
- Θα πάτε στο χωριό αύριο, με ρώτησε.
- Όχι, απάντησα. Αλλά έχω περιέργεια και ανυπομονησία, να σου πω.
- Γιατί;
- Γιατί μου φαίνεται που θα’ ρθει το χωριό εδώ…
- Δηλαδή; Περιμένετε επισκέψεις;
- Όχι. Η θειά αγόρασε κάτι κότες και φτιάξανε κοτέτσι με το θείο μου. Και μετά βαλθήκανε να οργώσουνε το χωράφι που’ χε χορταριάσει, κάτω στο δρόμο. Οπότε, άμα προσθέσουνε κανένα μάθημα γεωργίας, με βλέπω να παίρνω καλό βαθμό.
- Χα χα χα! Προσπαθώ να σε φανταστώ!
- Εσύ; Τι θα κάνεις αύριο;
- Κι εμένα η Κυριακή έχει δουλειά. Θα βοηθήσω τον πατέρα μου στο υπόστεγο που φτιάχνει, για να ντανιάζει τα ξύλα και να μη βρέχονται. Και για τα εργαλεία. Θα φτιάξουμε και πάγκο. Εργαστήριο κανονικό.
Η φωνή μαρτυρούσε μια δίψα για γνώση, για νέες προκλήσεις. Το αύριο ήταν μια αχαρτογράφητη γωνιά του μυαλού, που έβρισκε τρόπο να σου αφήνει σημάδια για να μη χάσεις το δρόμο. Κάτι σαν το μονοπάτι του Κοντορεβιθούλη, μόνο που στο τέλος ξέμενες από ρεβίθια και χρειαζόταν να αυτοσχεδιάσεις. Τότε αγνοούσαμε αυτά τα «παιχνίδια», δεν ξέραμε πόσο πιο πολύ συναρπαστικά θα εξελίσσονταν, από το να κλωτσάμε μια μπάλα στο χωράφι του γέρο-παράξενου Αρτέμη, όπου είτε χάναμε είτε κερδίζαμε, στο τέλος την ίδια κατσάδα θα τρώγαμε γυρίζοντας με τις λάσπες σπίτι και τα γόνατα ματωμένα. Και που στο φινάλε, τα γκολ ούτε τα μετρούσαμε, ούτε και είχαν ποτέ σημασία, αφού μέχρι την Τρίτη το πολύ, κανείς δε θυμόταν καν το σκορ και το μόνο που έμενε, ήταν τα σκισμένα παντελονάκια και οι απειλές για τιμωρία…
- Αυτοί οι αγώνες, δεν έχουν… αγωνία. Από εκεί δεν βγαίνει η λέξη;
- Να σου πω την αλήθεια, δεν ξέρω. Μπορεί να βγαίνει κι από εκεί, απάντησα. Γιατί το λες όμως;
- Να, κοίτα, παίζουμε με τους ίδιους κάθε φορά. Τους μάθαμε και μας μάθανε. Δεν υπάρχει κάτι κρυφό, κάτι που μπορεί να μας ξαφνιάσει. Μόλις δει την μπάλα να’ ρχεται με δύναμη ο Τζώνι, θα σκύψει και ο Γρηγόρης θα αρχίσει να τον διαολοστέλνει όπως κάθε φορά. Κι εμείς πάλι, ξέρουμε ότι ο Τσίτσος τα συρτά τα τρώει όρθιος. Οπότε…
- Δεν έχεις άδικο. Να πούμε στα παιδιά να βρούμε άλλους για να παίξουμε το επόμενο Σάββατο;
- Μπα. Νομίζω ότι αρχίζω να βαριέμαι αυτούς τους «αγώνες». Ξέρεις τι σκέφτομαι; Όταν περνάμε από τα κηπουριά, βλέπω τους μπαρμπάδες να οργώνουν και να φυτεύουν και να κοψομεσιάζονται και λέω μέσα μου ότι αυτοί δίνουν έναν πραγματικό αγώνα, χωρίς να ξέρουν το αποτέλεσμα. Αν ρίξει χαλάζι, ή κάνει κάνα δίμηνο να βρέξει, πάει στράφι το κόπος τους. Αλλά αυτοί εκεί, ξανά και ξανά. Μου φαίνεται που οι δικοί μας είναι πώς να το πω, ψεύτικοι, παιδικοί. Σαν τα παιχνίδια που σκαρφιζόμασταν στο δημοτικό.
- Δεν έχεις κι άδικο, του είπα. Όμως, άμα δεν τα κάνουμε κι αυτά τώρα, θα’ ναι σαν να προσπερνάμε το χρόνο. Σαν να βιαζόμαστε να μεγαλώσουμε. Χρειάζονται κι οι δικοί μας «αγώνες», κι ας είναι και βαρετοί καμιά φορά.
Η κουβέντα μας πήρε και η στάση πέρασε. Ούτε που άκουσα τη φωνή του εισπράκτορα. Κατέβηκα κι εγώ στο τέρμα μαζί με τον Ντίνο και συνεχίσαμε να φιλοσοφούμε με την μικρή, απλοϊκή μας ερμηνεία των πραγμάτων. Την αφελή και ανεπιτήδευτη. Κι αφού δεν μπορούσαμε να εξηγήσουμε την περίεργη εκείνη φυγόκεντρο δύναμη που οδηγούσε τα πόδια μας στο λασπωμένο χωράφι κάθε Σάββατο, ούτε και την έλξη των επιλογών, συμφωνήσαμε να αφήσουμε τους προβληματισμούς για κάποια άλλη φορά, δίνοντας ραντεβού στις 4 παρά, για να μην γκρινιάζει ο Γρηγόρης, που καμιά φορά αναρωτιόμουν αν τον έλεγαν Σταμάτη, πόσο διαφορετικός μπορεί να ήταν…
Κι αν συμφωνήσαμε σε κάτι, ήταν ότι η Κυριακή φαινόταν πολύ πιο ενδιαφέρουσα σα μέρα και την περιμέναμε με μεγαλύτερη προσμονή από την σημερινή κλοτσοπατινάδα.
Ο Γιώργος Κοσκινάς είναι αρθρογράφος, συγγραφέας. Το κείμενο είναι προδημοσίευση από το “Ρεμπόμπο 2”, το νέο βιβλίο που ετοιμάζει