- Γράφω για να μένουν ζωντανά. Γιατί μετά, όταν περάσουν τα χρόνια, κάποιος ίσως βρει μέσα στις λέξεις αυτές μνήμες και… ισορροπία.
- Ισορροπία; Γιατί;
- Για να κρατήσει σε ένα μπαλάντσο το χθες και το τώρα. Χωρίς ισορροπία θα χαθεί στα κιτάπια του χρόνου. Θα κιτρινίσει μαζί με τις σελίδες.
- Μάλιστα… Και τι θα τα κάνεις; Θα τα εκδώσεις;
- Δε ξέρω ακόμη. Για την ώρα τα αποτυπώνω όσο πιο περιγραφικά μπορώ, ώστε να τα κρατήσω κι εγώ μέσα μου, με λεπτομέρεια. Να διατηρήσω κάτι από το συναίσθημα και… το χτυποκάρδι της στιγμής.
Ο Ντίνος ήταν περίεργος τύπος. Εσωστρεφής κατά διαστήματα. Όταν τον έπιανε η μανία να καταγράφει κομμάτια της καθημερινότητας, κλεινόταν στον εαυτό του. Μετά, του περνούσε και γινόταν χωρατατζής, επικοινωνιακός, η καρδιά της παρέας. Μέσα σε όλες τις ανύποπτα αφελείς, αντανακλαστικές ερμηνείες που δίναμε στο κάθε τι γύρω. Ήταν εποχές που πρώτα πράτταμε και μετά σκεφτόμασταν. Και τα πάντα είχαν μια γεύση αυθορμητισμού, εφευρετικότητας. Δεν υπήρχε ο φόβος των επιπτώσεων, ούτε και οι δισταγμοί της μέσα απ’ το βλέμμα των άλλων. Μια μέρα πήγαμε με τη φωτογραφική μηχανή του Μιχάλη να βγάλουμε φωτογραφίες το ρημαγμένο στάβλο πέρα στη λίμνη. Μικροί μαζευόμασταν τα καλοκαίρια εκεί κάτω από τα αστέρια και λέγαμε ιστορίες από κείνες που ακούγαμε από τους παλιούς. Για φαντάσματα και ανεξήγητες εξαφανίσεις. Όποιος τρόμαζε πρώτος γινόταν στόχος για τα πειράγματα των υπόλοιπων.
- Ο χέστης! Για δείτε τον. Έτοιμος να το βάλει στα πόδια είναι.
- Δεν είμαι χέστης.
- Τότε γιατί σηκώθηκες;
- Για να… κατουρήσω.
- Χα χα χα! Ναι, σ’ έπιασε κατουριό μόλις είπαμε για τον Μόρο! Φοβητσιάρη, ε φοβητσιάρη!
- Δεν είμαι φοβητσιάρης!
- Όχι, ε; Τότε μπες άμα σου βαστάει μέσα, να σε κλείσουμε για μισή ώρα! Να δούμε αν είσαι φοβητσιάρης ή όχι.
- Ναι, σιγά μη μπει μέσα. Έχει κιτρινίσει από το φόβο του!
- Δε σου βαστάει, ε;
- Χέστηκε απ’ το φόβο του ο Τάσος και βρώμισε όλο το δάσος!
- Χα χα χα! Ποιητής εκ του προχείρου φέρον τη μορφή του χοίρου!
Τα γέλια τάραξαν την σιγή της καλοκαιρινής βραδιάς, καλύπτοντας τον μονότονο ήχο του γκιώνη. Κάτω από το γερμένο κυπαρίσσι, το χτυπημένο από τον κεραυνό, η παρέα είχε βρει καινούργιο στόχο για πειράγματα.
- Λοιπόν; Είσαι χέστης, ή όχι; Απόδειξε το.
- Μισή ώρα…
- Ναι. Θα κρατάει χρόνο ο Τζώνι.
- Μόνος μου;
- Τι; Θέλεις και παρέα; Αφού δε φοβάσαι, λες.
- Κι εσείς… θα’ σαστε απ’ έξω;
- Ναι, θα φυλάμε τσίλιες μην έρθει ο Μόρος!
- Χα χα χα!
- Ρε, μην τον τρομάζετε. Αφήστε τον…
- Ντίνο, μην ανακατεύεσαι εσύ.
- Τι θα γίνει τελικά; Θα μπεις, ή θα’ σαι κι επίσημα χέστης;
Ο Νικήτας έδινε πάντα τον ρυθμό στα πειράγματα και τις φάρσες. Όλοι στην παρέα είχαν περάσει από τις δοκιμασίες που σκαρφίζονταν κάθε φορά, για να αποδείξουν πράγματα. Εκείνη τη βραδιά, ήταν η σειρά του Τάσου, του καλού μαθητή και υπάκουου στους γονείς, που συχνά παρέσερναν οι υπόλοιποι στις εξερευνήσεις και τα ανδραγαθήματα τους. Κι αφού είχε φτάσει ως εδώ, ήταν πια δύσκολο να κάνει πίσω, κινδυνεύοντας να χάσει την μοναδική του απόδραση από το διάβασμα και την πειθαρχημένη ζωή στο σπίτι.
- Θα μπω. Αλλά, σε μισή ώρα θα ανοίξετε. Εντάξει; Μην κάνετε καμιά βλακεία και…
- Έννοια σου. Ο Τζώνι θα κρατάει χρόνο, είπαμε. Βάλε ρε το ρολόι στο χρονόμετρο.
- Όταν μου πεις πατάω το κουμπί.
Με διστακτικά βήματα, ο Ηλίας έσπρωξε την ξύλινη πόρτα και αντίκρισε το σκοτάδι στο ερειπωμένο κτίριο. Μόλις συνήθισαν κάπως τα μάτια του και άρχισε να διακρίνει τα περιγράμματα από τις ταΐστρες και τον πάγκο με τα σκουριασμένα εργαλεία, ο Νικήτας έκλεισε με δύναμη την πόρτα και πέρασε τον εξωτερικό σύρτη.
- Θα δούμε αν είσαι χέστης, ή όχι! Ο χρόνος μετράει από τώρα!
Σκοντάφτοντας σε σανίδες και τα χωρίσματα στο πλάι, εκεί που κάποτε χλιμίντριζαν τα άλογα του μπάρμπα Λάμπρου, έφτασε μέχρι τον πάγκο που είχε διακρίνει από το άνοιγμα της πόρτας, ψηλαφίζοντας με τα χέρια τεντωμένα και τον φόβο να σχηματίζει σταγόνες ιδρώτα στο μέτωπο. Τα πόδια του χτύπησαν σε κάποια ξύλινη κατασκευή. Έσκυψε και άγγιξε το αναποδογυρισμένο σκαμνί. Το γύρισε και κάθισε πάνω, με τα μάτια να προσπαθούν να τρυπήσουν το σκοτάδι και τα σχήματα της φαντασίας του να παλεύουν με τις ξύλινες κατασκευές. Πως την πάτησε και δεν πήρε το ρολόι του; Τώρα θα μπορούσε να μετράει κι εκείνος τον χρόνο, κι έτσι δεν θα του σκάρωναν κανένα χουνέρι οι άλλοι. Απ’ έξω, ακούγονταν οι φωνές και τα γέλια της παρέας. Ξεχώριζε τις φωνές τους. Ο Νικήτας χασκογελούσε και κοκορεύονταν πως μόνο εκείνος μπορούσε να μείνει μισή ώρα μόνος εδώ μέσα και ότι «θα δείτε που θα χτυπάει σε λίγο την πόρτα κλαίγοντας». Ο Ηλίας του πήγαινε σιγόντο και γελούσε με εκείνο το εκνευριστικό τρόπο. Ο Ντίνος συνέχιζε να’ χει αμφιβολίες για την πράξη και ο Τζώνι μετρούσε αντίστροφα: «22 λεπτά ακόμη». Κι εκεί, οι φωνές όλων σίγασαν. Σαν να υπάκουσαν σε κάποιο σινιάλο. Μόνο τα νυχτοπούλια ακούγονταν και τα τζιτζίκια. Κρύος ιδρώτας έλουσε τον Ηλία. Κάτι μαγείρευαν…
- Που πάμε; Και ο Ηλίας;
- Μέχρι τα ποδοσφαιράκια. Να παίξουμε κάνα δύο παιχνίδια. Δεν έχει ανάγκη ο Ηλίας. Τι θα πάθει; Θα τον φάνε αλήθεια τα φαντάσματα;
- Όχι, αλλά…
- Άσε τα αλλά Ντίνο. Μας έχεις βγει πολύ σκεπτικός τελευταία. Φταίει το πολύ γράψιμο φαίνεται. Ελάτε, πάμε.
- 21 λεπτά.
- Σκάσε ρε βλήμα, κάθε λίγο κι εσύ. Μας ζάλισες. Φτάνει.
- Αφού μου είπατε να μετράω.
- Μέτρα από μέσα σου. Πάμε.
- Κοίτα, μόλις πάει παρά 5, να’ ρθουμε να του ανοίξουμε όμως.
- Ρε Ντίνο και 5 λεπτά μετά να πάμε, έχει καμία σημασία; Ίσα – ίσα που θα αποδείξει ότι έχει κότσια. Έτσι δεν είναι;
Τα δύο παιχνίδια έγινα τέσσερα και τα τέσσερα οκτώ και η ώρα πέρασε μέσα σε διαφωνίες για τον αν μάγκωσε ή όχι η τριάδα, κι αν είχε προλάβει να στήσει τον τερματοφύλακα όταν έγινε το χτύπημα. Μέχρι που κάποια στιγμή τελείωσαν τα δεκάρικα και ακούστηκε ψιθυριστή η φωνή του Τζώνι:
- Παιδιά… Έχουν περάσει 20 λεπτά παραπάνω…
- Ρε μαλάκες, σας είπα, να μην το παρατραβήξουμε.
- Πως κάνετε έτσι, μωρέ; Χέστηδες είσαστε κι εσείς; Ωραία, πέρασαν 20 λεπτά παραπάνω. Και τι έγινε; Τελείωσαν τα δεκάρικα, θα πάμε τώρα. Εκεί θα’ ναι ο φοβητσιάρης. Που θα’ χει πάει; Θα τον πήρε λέτε ο Μόρος αγκαζέ να πάνε βόλτα στη λίμνη, για να του δείξει που πνίξανε την ξαδέλφη του;
- Και που το’ πες, η αλήθεια είναι που ανατρίχιασα, είπε με τρεμάμενη φωνή ο Τζώνι.
- Να’ τος κι άλλος ο χέστης! Ένας – ένας φανερωνόσαστε. Μαζί έπρεπε να σας κλείσω.
- Και ποιος θα μετρούσε;
- Κανένας, θα σας αφήναμε όλη νύχτα!
Η προοπτική και μόνο, στάθηκε αρκετή για να αφαιρέσει το χρώμα από το πρόσωπο του Τζώνι, που έμοιαζε πλέον με τα κιτρινισμένα φύλλα απ’ τα σχολικά τετράδια της ορθογραφίας της μάνας του, που’ χε ανακαλύψει στο μπαούλο στην αποθήκη. Η παρέα πήρε το δρόμο της επιστροφής, με τον Ηλία να γκρινιάζει για τα κουνούπια που του’ μπαιναν στο στόμα, τον Ντίνο να φέρνει αντιρρήσεις με το αστείο που σκάρωσαν στο φίλο τους, τον Τζώνι να περπατά φοβισμένος κοιτάζοντας τους κορμούς απ’ τις λεύκες καθώς λικνίζονταν στο απαλό αεράκι και τον Νικήτα να μονολογεί:
- Ωραία παρέα. Χέστηδες όλοι….
Ο παλιός στάβλος, ή ότι είχε απομείνει από αυτόν, έστεκε μπροστά τους σιωπηλός. Μέσα του βρισκόταν ο Τάσος και ένας Θεός ξέρει σε τι κατάσταση θα τον αντίκριζαν, μόλις άνοιγαν την πόρτα. Σκέψεις που περνούσαν απ’ το μυαλό όλων, άσχετα αν θα τις παραδέχονταν ποτέ. Εκτός απ’ τον Ντίνο. Εκείνου η ανησυχία ήταν αποτυπωμένη στο πρόσωπο του. Μόλις έφταναν, θα τραβούσε τον σύρτη χωρίς να περιμένει κανενός την έγκριση. Αρκετά μ’ αυτά τα ηλίθια αστεία. Ήταν πια έφηβοι και όχι τίποτα πιτσιρίκια. Τον άλλο μήνα θα πήγαιναν για τελευταία φορά στο γυμνάσιο. Όχι όλοι. Ο Τζώνι είχε μείνει πάλι στην ίδια τάξη. Τι να σου κάνει το χρονόμετρο άμα δεν ξέρεις να μετράς παρά μόνο σε πόση ώρα είναι το επόμενο διάλειμμα;
Μόλις έφτασαν στο πηγάδι, κάτω από τα απομεινάρια της κληματαριάς, με δύο δρασκελιές ο Ντίνος άρπαξε τον σκουριασμένο σύρτη και τον τράβηξε με δύναμη. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα φωνάζοντας το όνομα του Τάσου, χωρίς να πάρει καμία απάντηση. Μόλις μπήκαν κι οι άλλοι, βάλθηκαν να τον φωνάζουν και να ψάχνουν κάθε γωνιά. Ακόμη κι η φωνή του ψύχραιμου Νικήτα, του ατρόμητου αρχηγού της παρέας, ακούγονταν αγωνιώδης. Ο φίλος τους όμως δεν ήταν πουθενά. Η φωνή του Τζώνι πρόσθεσε μια ακόμη λεπτομέρεια:
- Μάγκες, η ώρα είναι 11 και μισή. Θα μας λιανίσουν οι δικοί μας αν αργήσουμε κι άλλο…
- Ωχ… Ποιος τον ακούει τον πατέρα μου, συμπλήρωσε ο Ηλίας.
- Δε γίνεται να φύγουμε έτσι, είπε ο Ντίνος.
- Να μείνεις να τον ψάξεις εσύ, αφού είσαι τόσο… υπεύθυνος και ανησυχείς τόσο πολύ, του πέταξε ο Νικήτας και παρότρυνε και τους άλλους να φύγουν για να αποφύγουν τα χειρότερα.
Τότε ξαφνικά, η πόρτα έκλεισε με ορμή πίσω τους, ενώ ο βαρύς, σκουριασμένος σύρτης ακούστηκε να ασφαλίζει στα μεταλλικά στηρίγματα! Έντρομοι κι οι τέσσερις άκουσαν την κοροϊδευτική χροιά της φωνής του Τάσου να ακούγεται απ’ έξω:
- Εγώ βρήκα τρόπο να βγω, εσείς να δούμε τι θα κάνετε και πόσο χέστηδες είστε! Και πως θα τα βγάλετε πέρα με τους δικούς σας, όταν καταφέρετε να πάτε στα σπίτια σας! Έχει να πέσει τιμωρία… που θα σας δω τα Χριστούγεννα! Αλλά δε θα μου λείψετε, να ξέρετε! Καληνύχτα και χαιρετισμούς στο Μόρο!
Η αμηχανία πέρασε απ’ τα μάτια όλων μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, για να την διαδεχτεί ένα σάστισμα που μετατράπηκε σε πανικό. «Οι πράξεις είναι κάτι σαν το μπούμερανγκ», σκέφτηκε ο Ντίνος. «Μόλις τις κάνεις, πρέπει να περιμένεις την επιστροφή τους…». Κι ενώ είχαν αρχίσει να τα βάζουν ο ένας με τον άλλο, σε έναν ανόητο και ανούσιο καβγά, χωρίς καν να σκεφτούν με ποιον τρόπο μπορούσαν να βγουν κι εκείνοι, όπως κι ο Τάσος, σκέφτηκε δυνατά, τόσο που η σκέψη του ακούστηκε άθελα του:
- Ρε γαμώτο, τώρα που μου’ ρθε να μην έχω ένα στυλό…
- Τι είναι αυτό που σου’ ρθε και σένα, μη σου πω καμιά κουβέντα βραδιάτικα, που κλειστήκαμε σαν τα ποντίκια εδώ μέσα κι εσύ μουρμουράς μαλακίες;
- Ένα στυλό. Χαρτί έχω. Για να το γράψω αυτό που σκέφτηκα. Και μετά, ίσως να έγραφα και τίποτα παραπάνω…
- Για να κρατήσεις τις μνήμες σε ισορροπία, ρώτησε ο Ηλίας.
- Ναι και γι’ αυτό.
- Ρε, δε μας χέζεις με την ισορροπία σου και τις μαλακισμένες τις μνήμες; Πήγαινε να βρεις κανένα άνοιγμα να βγούμε, γιατί με περιμένει ο ζωστήρας εμένανε και όχι τιμωρίες όπως εσάς. Η φωνή του Νικήτα για πρώτη φορά ακούστηκε με τέτοια αγωνία και φόβο.
- Ξέρεις Νικήτα…
- Δε θέλω να μάθω τίποτα! Να βγω θέλω!
- Οι πράξεις είναι κάτι σαν το μπούμερανγκ. Μόλις τις κάνεις, πρέπει να περιμένεις την επιστροφή τους…
Ο Γιώργος Κοσκινάς είναι αρθρογράφος, συγγραφέας. Το κείμενο είναι προδημοσίευση από το “Ρεμπόμπο 2”, το νέο βιβλίο που ετοιμάζει