Η 28η Οκτωβρίου 1940 βρήκε τον ελληνικό λαό συντονισμένο σ’ έναν κοινό εθνικό στόχο. Την παλλαϊκή άρνηση στις αλαζονικές απαιτήσεις του ιταλικού φασισμού και κατ’ επέκταση των φασιστικών δυνάμεων του «Άξονα».
Ο κερκυραϊκός λαός, έχοντας επί τέσσερις και πλέον αιώνες την πικρή εμπειρία της ενετικής κυριαρχίας, αλλά και με νωπή την εθνική ταπείνωση από τον βομβαρδισμό και την ολιγοήμερη κατάληψη της Κέρκυρας το 1923 από τις φασιστικές δυνάμεις του ιδίου δικτάτορα (Μουσολίνι), άδραξε στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο τη μοναδική ευκαιρία να εκφράσει την καταπιεσμένη μακραίωνη εθνική αγανάκτηση στο δυτικό κατέναντι. Οι Κερκυραίοι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και οπλίτες με την κήρυξη του ελληνο-ιταλικού πολέμου μεταφέρθηκαν στην πρώτη γραμμή. Οι εναπομείνασες στο νησί κερκυραϊκές στρατιωτικές δυνάμεις συγκροτούσαν το 10ο Πεζικό Σύνταγμα, που είχε ως αποστολή του την αμυντική θωράκιση της Κέρκυρας.
Δύο μόλις εβδομάδες μετά την κήρυξη του ελληνο-ιταλικού πολέμου (12 Νοεμβρίου 1940) οι ελληνικές δυνάμεις Ηπείρου ανασυντάχθηκαν με σκοπό την ανακατάληψη της Θεσπρωτίας. Η Στρατιωτική Διοίκηση Κερκύρας ανέλαβε να συγκροτήσει ένα αποβατικό απόσπασμα αιφνιδιασμού, αποτελούμενο από επίλεκτους και γενναίους κερκυραίους οπλίτες και υπαξιωματικούς, με διοικητή τον Λοχαγό Δημήτριο Λαντζίδη. Η στρατιωτική επιχείρηση προέβλεπε εκδήλωση επίθεσης στις ιταλικές δυνάμεις Θεσπρωτίας και κατάληψη του υψώματος «Βαγκαλάτι», το ξημέρωμα της 23ης Νοεμβρίου 1940, αφού κατά την παραμονή της ημερομηνίας αυτής ο Μέραρχος υποστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμήτρος είχε προγραμματίσει την ολοκλήρωση της διάβασης της αμυντικής γραμμής του ποταμού Καλαμά. Αποτελούσε υψίστη προτεραιότητα ο αιφνιδιασμός του εχθρού. Οι Ιταλοί έπρεπε να θεωρήσουν, ότι είναι περικυκλωμένοι από ισχυρές ελληνικές δυνάμεις κι όχι από έναν απλό Λόχο Πεζικού.
Η αναγγελία συγκρότησης ενός κερκυραϊκού στρατιωτικού αποσπάσματος, που θα μετέβαινε για ενίσχυση του ελληνο–ιταλικού μετώπου, έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τους κερκυραίους αξιωματικούς και οπλίτες του 10ου Πεζικού Συντάγματος. Η συνολική δύναμη απαρτιζόταν από εκατόν ενενήντα περίπου υπαξιωματικούς και οπλίτες, πέντε αξιωματικούς και μια διμοιρία με δύο όλμους.
Ο Λόχος κατευθύνθηκε το βράδυ της 22ας Νοεμβρίου προς το παλαιό λιμάνι, όπου παρέμειναν μερικές ώρες. Ο χειμώνας του ΄40 είχε ξεκινήσει νωρίς και – απ’ ότι μας διασώζουν οι ιστορικές μαρτυρίες – ήταν κι από τους βαρύτερους του 20ου αιώνα. Τη νύκτα εκείνη έβρεχε καταρρακτωδώς, ενώ στο πέλαγο έπνεαν ισχυροί άνεμοι. Μετά από δυσκολίες αποβιβάστηκαν στα ηπειρωτικά παράλια, όπου εξαιτίας του σκότους δεν τους αντιλήφθηκαν οι Ιταλοί. Μία, όμως, αναιτιολόγητη ενέργεια του υποδιοικητή Ιωάννη Βλάχου, να πυροβολήσει δηλαδή προς κάποιο παρατηρητήριο των Ιταλών, θα αποτελέσει την αρχή του τέλους για το ηρωικό στρατιωτικό απόσπασμα. Οι Ιταλοί φοβήθηκαν, άδειασαν το φυλάκιο, αλλά ειδοποίησαν με ασύρματο την ιταλική μεραρχία, ζητώντας στρατιωτικές ενισχύσεις.
Την ίδια στιγμή το ραδιόφωνο του BBC μετέδιδε, με σκοπό την παραπλάνηση της ιταλικής αντικατασκοπείας, ότι ισχυρές ελληνικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στα νώτα των ιταλικών δυνάμεων, με αποτέλεσμα να εκληφθεί η διμοιρία του υπολοχαγού Βλάχου, ως η εμπροσθοφυλακή τους. Η αποστολή, έστω κι από λάθος, είχε πετύχει τον κύριο στόχο της. Η παραπλάνηση του εχθρού είχε ήδη επιτευχθεί. Μάλιστα, οι Ιταλοί επιτελάρχες έστειλαν αναγνωριστικό αεροπλάνο, που εξακρίβωσε τη θέση και τη δύναμη του Λόχου. Τότε συνειδητοποίησαν, ότι μια χούφτα κερκυραίων στρατιωτών προκάλεσε μεγάλη ταραχή στο στράτευμά τους, οδηγώντας τους σε λανθασμένες εκτιμήσεις και στρατιωτικές επιλογές.
Τα χάραμα της 24ης Νοεμβρίου 1940 ξεκίνησε η άνιση μάχη. Οι πολυάριθμοι Ιταλοί ήταν οχυρωμένοι στα υψώματα των βουνοπλαγιών, ενώ το απόσπασμα των κερκυραίων μαχητών ήταν ακάλυπτο στις παρυφές της ακτής και στην αμμώδη παραλία. Από τη θέση που βρίσκονταν οι Ιταλοί ήλεγχαν απόλυτα τους άνδρες του Λόχου, οι οποίοι ήσαν πλέον περικυκλωμένοι. Τα πυρά των Ιταλών ήταν τόσο πυκνά, που ακινητοποίησαν τους έλληνες μαχητές. Εξαιτίας της έλλειψης επικοινωνίας με την Κέρκυρα, δεν υπήρξε ούτε η προβλεπόμενη κάλυψη από την πυροβολαρχία της Κουλούρας. Οι εναπομείναντες 160 περίπου άνδρες, καλούνταν να αντιμετωπίσουν τουλάχιστον 3.000 Ιταλούς στρατιώτες. Η μάχη διήρκησε από τις 7 το πρωί μέχρι τις 5 το απόγευμα, την ώρα δηλαδή που εξαντλήθηκαν και τα τελευταία πυρομαχικά των κερκυραίων μαχητών. Οι Ιταλοί εν τω μεταξύ είχαν ζητήσει ενισχύσεις, βλέποντας τη σθεναρή αντίσταση των ανδρών του στρατιωτικού αποσπάσματος. Ο λοχαγός Λαντζίδης, αν και τραυματίας, δεν σταματούσε να εμψυχώνει τους άνδρες του. Στις 5 το απόγευμα αναγκάστηκε να υψώσει λευκή σημαία.
Ο τελικός απολογισμός για τις ελληνικές δυνάμεις ήταν 60 νεκροί και 80 αιχμάλωτοι, εκ των οποίων 45 τραυματίες, ενώ 20 άτομα κατάφεραν να διαφύγουν τη σύλληψη. Οι κερκυραίοι αιχμάλωτοι δεν παρέδωσαν τα όπλα τους στους Ιταλούς, αλλά προτίμησαν να τα αχρηστεύσουν, πετώντας τα στη θάλασσα του αγαπημένου τους Ιονίου.
Οι Ιταλοί προέβησαν άμεσα σε αντίποινα. Τις δύο επόμενες ημέρες, 25η Νοεμβρίου (αγίας Αικατερίνης) και 26η (αγίου Στυλιανού), ημέρες που εόρταζαν κεντρικοί ναοί της πόλεως Κερκύρας, πραγματοποίησαν τον αγριότερο, μέχρι τότε, βομβαρδισμό της πόλης με αεροπλάνα. Οι 80 αιχμάλωτοι, με τους 45 τραυματίες, μετά από αρκετή ταλαιπωρία οδηγήθηκαν αρχικά σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Φίερι και τελικά στην Πίζα της Ιταλίας. Ο αντικειμενικός σκοπός της στρατιωτικής αυτής επιχείρησης είχε επιτευχθεί, όπως τεκμηριώνει και η ακόλουθη ανταπόκριση του BBC, μεταφρασμένη στα ελληνικά:
«Είμαστε περήφανοι για τους άνδρες του 10ου Πεζικού Συντάγματος, που εδρεύει στην Κέρκυρα. Η αποστολή σας επέτυχε. Αυτή ήταν η αρχή του τέλους των Ιταλών. Γνωρίζουμε ότι κανένας από εσάς δεν επρόδωσε, ούτε έδωσε πληροφορίες στους Ιταλούς. Το BBC έκανε γνωστή την απόβασή σας, που τρομοκράτησε τους Ιταλούς, αφού πίστεψαν ότι ο Λόχος σας ήταν η εμπροσθοφυλακή ενός ισχυρού αποβατικού σώματος. Οι συμμαχικές δυνάμεις σάς ευγνωμονούν…».
Ας είναι Αιωνία η Μνήμη τους…