Είναι γεγονός πως με την ανάπτυξη της τεχνολογίας και στην Κέρκυρα γεννήθηκε ένας καινούργιος κόσμος και χάθηκε για πάντα ένας άλλος που καμιά αλλαγή δε μπορεί να τον ξαναφέρει.
Ένας κόσμος που κινούνταν ανάμεσα στον γανωτή, τον πεταλωτή, τον αμαξά, την καπελού και τόσα άλλα επαγγέλματα που συμμετείχαν στην ολοκλήρωση μιας κοινωνίας.
Γαλατάς
Στην προπολεμική εποχή τον συναντούσε κανείς στην αδιαμόρφωτη ακόμη πλατεία Γεωργίου Θεοτόκη (Μπόμπα). Από εκεί τα πρωινά ξεκινούσαν οι γαλατάδες για την διανομή στα σπίτια. Τότε, ήταν ο πρώτος πλανόδιος μικροπωλητής της ημέρας. Πιστός πάντα στην ώρα του χτυπούσε τις πόρτες. Οι νοικοκυρές ήξεραν και έβγαιναν με το κατσαρολάκι στην είσοδο. Βέβαια μερικές το άφηναν από βραδύς έξω από την πόρτα. Ο γαλατάς το γέμιζε, το σκέπαζε και έβαζε και μια πέτρα από πάνω για να μην το αναποδογυρίσει καμιά γάτα.
Από την ίδια περιοχή ξεκινούσαν και οι Μαλτέζοι με τις κατσίκες τους και με το χαρακτηριστικό καμπανάκι στο χέρι γυρνούσαν στα καντούνια, και πουλούσαν στους μαγαζάτορες ένα ποτήρι γάλα γεμάτο αφρό που το άρμεγαν επι τόπου.
Νερουλάς
Ακόμη ένα επάγγελμα που έχει περάσει στην ιστορία. Οι νερουλάδες είχαν και αυτοί για αφετηρία τους την πλατεία Γεωργίου Θεοτόκη. Φορούσαν άσπρες ποδιές, είχαν πολύχρωμα καρρέτα με πυκνή πρασινάδα που μέσα είχαν στυμμένο ένα βαρελάκι με νερό από την Παλαιόπολη. Τριγύριζαν καταϊδρωμένοι τους καλοκαιρινούς μήνες τα καντούνια πουλώντας ποτήρι, ποτήρι το φρέσκο νερό. Και κάθε φορά το ξέπλεναν με φύλλο λεμονιάς.
Πινιατόροι
Αν βρεθούμε στον κεντρικό δρόμο Μιχαήλ Θεοτόκη, μεταξύ Νικηφόρου Θεοτόκη και Ευγενίου Βουλγάρεως είμαστε στην παλιά ΠΙΝΙΑ ή ΚΑΛΕ ΝΤΕΙΜΕΡΚΑΤΙ. Αυτός ο γραφικός δρόμος αποτελούσε τη 2η αγορά των Κερκυραίων μετά το Μαρκά στην σπηλιά. Κάπου εκεί είχαν το στέκι τους οι Πινιατόροι. Ήταν οι άνθρωποι που αναλάμβαναν κάθε είδους μεταφορά, ακόμη και τον καθαρισμό ή το πλύσιμο χαλιών. Από αυτούς πήρε και η περιοχή το όνομα Πίνια.
Καπελάς
Από τα τέλη του περασμένου αιώνα και μέχρι τις αρχές του 20ου θεωρούσαν το καπέλο στοιχείο κοινωνικής ταυτότητας για άνδρες και γυναίκες. Γι΄αυτό και το επάγγελμα του καπελά ή καπελού γνώρισε λαμπρές μέρες. Ανδρικά καπέλα ήταν η τραγιάσκα και η ρεμπούμπλικα. Η τραγιάσκα ήταν φτιαγμένη από ψάθα που εισάγονταν από την Ιταλία και φοριόταν από απλούς εργάτες ενώ η ρεμπούμπλικα ήταν φτιαγμένη από ύφασμα καστόρ με ωραία κορδέλα γύρω γύρω και φοριόταν κυρίως από τραπεζικούς υπαλλήλους, χρηματιστές κτλπ. Όταν συναντιόταν στο δρόμο δύο άνδρες γνωστοί, έβγαζαν το καπέλο και έκαναν μια μικρή υπόκλιση σε ένδειξη χαιρετισμού. Οι γυναίκες φορούσαν το καπέλο ως αξεσουάρ του όλου ντυσίματος. Τα γυναικεία καπέλα ήταν πλατύγυρα με μικρά «μπορ» και φτιαγμένα με ιδιαίτερη τέχνη και φαντασία. Ήταν στολισμένα με πολύχρωμες κορδέλες, λουλούδια, ακόμη και φρούτα. Ακόμη και τα μικρά παιδιά φορούσαν καπέλο, αγόρια και κορίτσια, ενώ μέχρι τις αρχές του 1960 φορούσαν υποχρεωτικά και οι μαθητές το λεγόμενο πηλίκιο, που ήταν φτιαγμένο από μπλε τσόχα και μπροστά είχε ραμμένη μια κουκουβάγια (το πουλί της σοφίας). Στην Οδό των Αγίων Πάντων υπήρχε το γνωστό τότε κατάστημα του καπελά Πένσα, ενώ στην οδό Καποδιστρίου υπήρχε το γυναικείο καπελάδικο ΤΕΜΠΟΝΕΡΑ, γνωστό στην τότε κοινωνία για την πλούσια συλλογή που διέθετε.
Παγωτατζής
Σίγουρα το πιο αγαπητό επάγγελμα διαχρονικά για όλον τον παιδόκοσμο και όχι μόνο. Κανείς δε μπορεί να ξεχάσει, από όσους τον πρόλαβαν, ειδικά το κατακαλόκαιρο, τη γραφική φιγούρα με την άσπρη ποδιά και τον σκούφο στο κεφάλι. Τριγυρνούσε τις γειτονιές και τα σοκάκια μ΄ένα άσπρο καρότσι προσαρμοσμένο σ΄ένα ποδήλατο και μ΄ένα πάνινο στέγαστρο από πάνω για να τον προφυλάσσει από τον ήλιο. Οι πιτσιρικάδες στήνονταν στην ουρά και περίμεναν την σειρά τους. Υπήρχαν βέβαια και οι «βιαστικοί» που έμπαιναν μπροστά με το «έτσι θέλω» και πολύ εύκολα δημιουργούσαν μικροκαυγαδάκια που κατέληγαν σε κλωτσιές και σπρωξίματα. Πάνω στο καρότσι και σε ειδική θέση είχε τα χωνάκια, τα έβγαζε ένα, ένα, άνοιγε το καπάκι του κάδου που είχε μέσα το παγωτό και με το ειδικό μεταλλικό κουτάλι το σερβίριζε. Αυτός ήταν ο παγωτατζής του περασμένου αιώνα. Βέβαια στην σημερινή εποχή δεν υπάρχουν παγωτατζήδες που να γυρίζουν στις γειτονιές, αφού παγωτά βρίσκει κανείς παντού. Όμως από το 1640 που πρώτος ένας Ιταλός επινόησε το παγωτό, μέχρι σήμερα πολλά άλλαξαν και στον τρόπο παρασκευής του αλλά και στη γεύση.
Ντελάλης
Ο (Ν)Τελάλης είναι λέξη μάλλον τουρκικής προέλευσης και σημαίνει αυτός που ανακοινώνει τα μαντάτα. Αυτό το επάγγελμα το έφεραν οι πρόσφυγες όταν ήρθαν στην Ελλάδα. Τα απαραίτητα προσόντα του ντελάλη ήταν να έχει βροντερή φωνή και επιβλητικό παρουσιαστικό. Η αμοιβή του ήταν ένα μπουκάλι κρασί ή ένα πιάτο φαγητό. Στα χωριά ήταν αυτός που ανακοίνωνε τα καλά και τα κακά μαντάτα, αλλά τον χρησιμοποιούσαν και στις πόλεις, ιδιώτες ή μαγαζάτορες για να διαφημίσει τα προϊόντα τους. Στην Κέρκυρα για τους παλαιότερους έμεινε αλησμόνητος ο Γκάγκας, μάταια λένε πως και άλλοι νεότεροι προσπάθησαν να τον αντικαταστήσουν. Συνήθιζε να κάνει την εμφάνισή του στα κεντρικά σημεία της πόλης, κρατώντας με το ένα χέρι το ποτήρι και με το άλλο μια μεγάλη φιάλη γεμάτη κρασί, κουνώντας ρυθμικά εμπρός, πίσω, δεξιά και αριστερά το ψιλόλιγνο κορμί του σκορπούσε ευθυμία σ΄ολόκληρη τη γειτονιά. Όταν σταματούσε ανοιγόκλεινε τα μάτια του ένα ή δύο λεπτά, έπινε μια μπουκιά κρασί, και σχηματίζοντας χωνί με την παλάμη του αριστερού του χεριού άρχιζε το… «Εις το καντούνι το Μπίζη, εις την ταβέρνα του Καρβούνι… πουλιέται το νέο κρασί… κτλπ». Αν κάποιος έχανε το σκύλο του ή οτιδήποτε άλλο έτρεχε στον Γκάγκα ο οποίος ήταν πάντα πρόθυμος να φέρει τα πάνω κάτω μέχρι να τον βρει. Ο Γκάγκας ήταν ο τελευταίος δημόσιος κήρυκας των Κορφών.
Μη πληροφορίες από: istorikathemata.gr, wikipedia.org,stoxos.gr