Διαβάστε ολόκληρη την ομιλία του Πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, στη Βουλή στη συζήτηση για την πρόταση δυσπιστίας της ΝΔ.
Η ομιλία
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Είναι πράγματι ορισμένες στιγμές που πυκνώνει ο πολιτικός χρόνος, είναι ορισμένες στιγμές όπου έχει κανείς την αίσθηση ότι βρίσκεται μπροστά σε κρίσιμες αποφάσεις, ιστορικού χαρακτήρα αποφάσεις, και ιστορικού χαρακτήρα γεγονότα και αισθάνομαι ότι τούτες οι μέρες είναι μέρος αυτών των στιγμών, που θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει ιστορικές.
Το λέω αυτό, διότι σε λίγες μέρες έχουμε μια πολύ κρίσιμη συνεδρίαση που οριστικοποιεί, κλείνει την τελευταία αξιολόγηση του τελευταίου προγράμματος στήριξης μετά από οχτώ χρόνια μνημονίων στη χώρα. Προχθές, μόλις είχαμε την επικύρωση, την ψήφιση των τελευταίων μέτρων σ’ αυτήν εδώ την Αίθουσα, που πάρθηκαν σε συνεννόηση με τους θεσμούς.
Παράλληλα πριν από δυο, τρεις μόλις μέρες είχαμε την κατάληξη -μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις σε ένα κρίσιμο θέμα της εξωτερικής μας πολιτικής, σε μια ανοιχτή πληγή στην εξωτερική μας πολιτική, που ταλανίζει τη χώρα μας πάνω από είκοσι έξι χρόνια- με τους βόρειους γείτονές μας σε μια συνολική Συμφωνία, η οποία, βεβαίως, έχει διάφορα στάδια μέχρι να επικυρωθεί από το Ελληνικό Κοινοβούλιο, αλλά δεν μπορεί παρά να χαρακτηρισθεί ως μια ιδιαίτερα ιστορική στιγμή.
Έχουμε, λοιπόν, δύο εξαιρετικά σημαντικά γεγονότα για τη χώρα: Το ένα, αυτό που σφραγίζει το πέρασμα της Ελλάδας από την εποχή της οικονομικής καχεξίας στην εποχή της ανάκαμψης και το άλλο, αυτό που σφραγίζει -αν θέλετε- το πέρασμα από μια εποχή στασιμότητας ενός προβλήματος στα σύνορά μας, στα βόρεια σύνορά μας, στην εποχή της ισχυροποίησης της διεθνούς θέσης της χώρας.
Τι συμπεράσματα, όμως, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, έβγαλε η Αξιωματική Αντιπολίτευση από αυτήν την πύκνωση του χρόνου; Η Αξιωματική Αντιπολίτευση από αυτά τα δύο γεγονότα έβγαλε το συμπέρασμα ότι τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να καταθέσει πρόταση δυσπιστίας εναντίον της Κυβέρνησης, πράγμα που δεν έχει κάνει εδώ και τρία χρόνια.
Ειλικρινά, δυσκολεύομαι να κατανοήσω αυτή τη σπουδή, όπως ενδεχομένως θα δυσκολευτεί να την κατανοήσει και ο ιστορικός του μέλλοντος. Θα δυσκολευτεί να κατανοήσει γιατί σε μια θετική συγκυρία για τη χώρα η Νέα Δημοκρατία επιλέγει τώρα να εξαντλήσει ένα από τα ισχυρότερα θεσμικά της όπλα, το ισχυρότερο θεσμικό της όπλο, προκειμένου να ρίξει την Κυβέρνηση ή να απειλήσει ότι θα ρίξει την Κυβέρνηση.
Η αλήθεια όμως είναι, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι κανένας από τους ιστορικούς του μέλλοντος, όπως και κανείς άλλος νηφάλιος και αντικειμενικός παρατηρητής, δεν θα μπορούσε να αντιληφθεί ούτε τα όρια των εσωκομματικών σας δυσκολιών και προβλημάτων ούτε όμως και τα όρια του πολιτικού σας κυνισμού.
Διότι, ξέρετε, το τελευταίο που απασχολεί τον κ. Μητσοτάκη και την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας είναι αυτά εις τα οποία αναφέρεται, τα επιχειρήματα δηλαδή τα οποία αναπαράγει, αναγράφει στην πρόταση που κατέθεσε, στην πρόταση δυσπιστίας εναντίον της Κυβέρνησης.
Ούτε η ισχυροποίηση της διεθνούς θέσης της χώρας σάς ενδιαφέρει ιδιαίτερα, ούτε η αποκατάσταση του ηγετικού ρόλου της Ελλάδας στα Βαλκάνια σάς ενδιαφέρει ιδιαίτερα, ούτε η ανάκαμψη της οικονομίας σάς ενδιαφέρει, ούτε η οριστική ρύθμιση του χρέους. Τίποτε από όλα αυτά δεν σας ενδιαφέρει.
Το μόνο που σας ενδιαφέρει και επιδιώκετε είναι η πτώση της Κυβέρνησης, πριν να οριστικοποιηθεί η έξοδος της χώρας από τα μνημόνια, στα οποία εσείς οδηγήσατε τη χώρα για οκτώ ολόκληρα χρόνια, φέρνοντάς τη σε θέση χρεοκοπίας.
Και αυτό γιατί γνωρίζετε πάρα πολύ καλά ότι η αφετηρία της νέας εποχής για τη χώρα είναι ταυτόχρονα και η κίνηση της αντίστροφης μέτρησης για το όποιο πολιτικό σας αφήγημα.
Και βεβαίως διέκρινα καθ’ όλη τη διάρκεια της συνεδρίασης και καθ’ όλη τη διάρκεια της ομιλίας σας και τον εκνευρισμό σας για το διπλό γεγονός, πρώτον, ότι η διεθνής κοινή γνώμη και η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, αλλά βεβαίως και οι εταίροι μας αναγνωρίζουν ότι αυτή η Κυβέρνηση αποκαθιστά την αξιοπιστία της χώρας και δεύτερον -το διπλό σας πρόβλημα- ότι υπάρχει η διεθνής αναγνώριση και η ευρωπαϊκή αναγνώριση του γεγονότος ότι είστε, κύριε Μητσοτάκη, ένας πολιτικός οπορτουνιστής και ότι συμπεριφέρεστε όχι με βάση πολιτικές αξίες και αρχές, αλλά με βάση τη συγκυρία.
Διότι αναφερθήκατε σε κάποιο σημείο της ομιλίας σας στο αν εγώ έχω ήσυχη τη συνείδησή μου και αν κοιμάμαι ήσυχα. Αυτός ο οποίος είναι σταθερός σ’ αυτά που έλεγε δεν έχει κανένα θέμα.
Εσείς τι λέγατε για τη Μακεδονία και το μακεδονικό πρόβλημα, κύριε Μητσοτάκη; Ποια ήταν η θέση και η στάση σας; Ποια ήταν η θέση και η στάση η δική σας προσωπικά για το Μακεδονικό όλα αυτά τα χρόνια;
Το σημαντικότερο, όμως, το οποίο άκουσα και χρήζει σχολιασμού και απορρέει απ’ αυτόν τον εκνευρισμό σας για το πώς αναγιγνώσκει η διεθνής κοινή γνώμη τη συμπεριφορά σας, έχει να κάνει μ’ αυτό το ευτράπελο το οποίο μας είπατε, ότι δήθεν είναι χαρούμενοι οι εταίροι μας διότι τους διευκολύνουμε, όπως ακριβώς -είπατε- είναι χαρούμενοι που εμείς θα πάμε στα ακριβά επιτόκια βγαίνοντας από τα μνημόνια και δεν θα μας πληρώνουν αυτοί και γι’ αυτό, ενώ δεν είναι έτσι, παρουσιάζουν αυτήν την εξέλιξη ως καθαρή έξοδο.
Ακούστε τι είπε ο Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, ότι δηλαδή είναι μια αρνητική εξέλιξη αυτό, το ότι φεύγουμε μετά από οκτώ χρόνια από τα πράγματι χαμηλότερα επιτόκια των δανειστών για να πάμε στα λίγο υψηλότερα των αγορών και άρα τι να κάνουμε; Ας μείνουμε για καμιά δεκαριά χρόνια ακόμα στα μνημόνια, κύριε Μητσοτάκη! Αυτή είναι η δική σας αντίληψη!
Προφανώς, όμως, δεν καταλάβατε τι διαβάσατε από την ομιλία σας. Δεν καταλάβατε καν.
Προκαλέσατε, λοιπόν, αυτήν την πρόταση δυσπιστίας για λόγους που εξήγησα πιο πριν και που δεν έχουν να κάνουν με τη συμφωνία.
Όμως, μιας και προκαλέσατε αυτήν τη συζήτηση, θα πάρετε απαντήσεις. Άλλωστε πήρατε επί σαράντα πέντε λεπτά απαντήσεις από τον Υπουργό Εξωτερικών αρκετές για να χορτάσει κανείς που δεν έχει πλήρη εικόνα των πραγμάτων. Θα προσπαθήσω να δώσω κι εγώ ορισμένες, κυρίως για να ξεκαθαρίσω στα μάτια του ελληνικού λαού τα πραγματικά κίνητρά σας.
Βγήκατε και μας είπατε, κύριε Μητσοτάκη, ότι μ’ αυτήν τη συμφωνία επιχειρούμε να διχάσουμε τους Έλληνες για να ενώσουμε τους Σκοπιανούς. Για κακή σας τύχη, όμως, την ίδια ώρα στη γειτονική χώρα τόσο ο κ. Γκρουέφσκι όσο και ο κ. Ιβανόφ όσο και οι άλλοι συν αυτώ εθνικιστές λένε ακριβώς το ίδιο πράγμα στον κ. Ζάεφ, ότι δηλαδή διχάζει τον λαό του για να ενώσει τους Έλληνες. Μάλιστα, ο κ. Γκρουέφσκι είπε: «Δεν μπορούμε να δεχθούμε αυτήν τη συμφωνία, γιατί για εμάς είναι πολύ χειρότερη απ’ αυτήν που συζητούσαμε το 2009». Αυτός τα είπε. Δεν τα λέμε εμείς.
Κύριε Μητσοτάκη, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, προφανώς επειδή δεν γίνεται να ισχύουν και τα δύο ταυτόχρονα, δηλαδή και εμείς να διχάζουμε τους Έλληνες ενώνοντας τους Σκοπιανούς και ο Ζάεφ να διχάζει τους Σκοπιανούς ενώνοντας τους Έλληνες, η αλήθεια πρέπει να είναι κάπου αλλού, ότι δηλαδή δεν ισχύει τίποτε από τα δύο.
Ξέρετε τι ισχύει, κύριε Μητσοτάκη; Ισχύει ότι επιλέξατε μ’ αυτήν την ανεύθυνη στάση σας στο Μακεδονικό να ανοίξετε το κουτί της Πανδώρας εν γνώσει σας. Με τις πανομοιότυπες καθρεπτικές τοποθετήσεις σας με τους εθνικιστές του VMRO περί ανεπίτρεπτης εθνικής υποχώρησης και μειοδοσίας δεν κάνετε τίποτε άλλο από το να νομιμοποιείτε τον ακραίο, εμπρηστικό, εθνικιστικό λόγο και την ακραία εθνικιστική ορολογία. Το κάνετε αυτό προκειμένου να ψαρέψετε στα θολά νερά του εθνικιστικού ακροατηρίου.
Μάλιστα, λίγο πριν, μιλήσατε για ψευδεπίγραφο εθνικισμό στην ομιλία σας. Δεν καταγγείλατε τον εθνικισμό. Τον ψευδεπίγραφο! Γιατί, προφανώς, τον original τον υιοθετείτε, τον έχετε στην παράταξή σας.
Διολισθήσατε, λοιπόν, αυτές τις δυο-τρεις μέρες που συζητάμε αυτό εδώ το θέμα σε αυτήν την Αίθουσα σε εκφράσεις -και αναφέρομαι στους Βουλευτές σας- που δεν έχουν ακουστεί στο Κοινοβούλιο για τον χειρισμό ενός εθνικού θέματος, από τη Μεταπολίτευση και μετά τουλάχιστον. Αφήσατε τους Βουλευτές σας, δεν ξέρω αν τους παρακινήσατε κιόλας, να ομιλούν για προδότες, για προδοσίες, για μειοδοσίες, με αποτέλεσμα μέσα από αυτήν τη συμπεριφορά να αφήνετε ορθάνοιχτη την κερκόπορτα στον εθνικιστικό εσμό της Χρυσής Αυγής, στους υμνητές της χούντας και των ναζί να έρχονται στο Κοινοβούλιο, σε αυτό εδώ το Βήμα και να παρακινούν σε κατάλυση του πολιτεύματος, σε κατάλυση της δημοκρατίας.
Έχετε ακέραια την ευθύνη, κύριε Μητσοτάκη, για αυτό. Έχετε ακέραια την ευθύνη που ως όμηρος της ακροδεξιάς πτέρυγας του κόμματός σας και του κ. Σαμαρά, δίνετε νομιμοποίηση στο φίδι να ξεμυτίσει από το αυγό του και μάλιστα μέσα στο άντρο της δημοκρατίας, στο Κοινοβούλιο.
Έχετε τεράστια την ευθύνη, γιατί είστε εσείς αυτός που επιλέγετε τελικά να διχάσετε τους Έλληνες στην απέλπιδα προσπάθειά σας να ενώσετε την τριχοτομημένη παράταξή σας.
Και σε αυτή σας την προσπάθεια δεν διστάσατε μάλιστα να εμπλέξετε με ιταμό τρόπο και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στην απόπειρα αποσταθεροποίησης που προσπαθήσατε να στήσετε. Όμως, κύριε Μητσοτάκη, θα σας το πω ειλικρινά ότι παρά την κακοστημένη παράσταση θεσμικού εκτροχιασμού που επιχειρήσατε να στήσετε με αφορμή τη συμφωνία για το Μακεδονικό, το μεγάλο σας πρόβλημα -και ξέρετε, αυτό δεν είναι εύκολο να το κρύψετε- είναι ότι υποκρίνεστε, ότι δεν τα πιστεύετε αυτά που λέτε. Κι αυτό δεν μπορεί να κρυφτεί. Δεν σας είναι εύκολο να ισχυριστείτε και να αρθρώσετε σοβαρά επιχειρήματα αποδόμησης μιας συμφωνίας που περιλαμβάνει -και με το παραπάνω- όσα υπερασπίστηκε πρώτος ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και στη συνέχεια φυσικά -πολύ αργότερα βέβαια- αποτέλεσαν τον κορμό μιας γραμμής που ονομάστηκε και εθνική γραμμή.
Διότι αυτή που έχουμε τώρα στο τραπέζι και που σας παρουσίασε αναλυτικά ο Υπουργός των Εξωτερικών, είναι μια συμφωνία που κάθε Έλληνας Πρωθυπουργός, ομολογώ, από το ’95 και μετά τουλάχιστον, από την Ενδιάμεση Συμφωνία και μετά, θα ήθελε να έχει στο τραπέζι. Διότι δεν περιλαμβάνει μόνο τη σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό erga omnes, αλλά περιλαμβάνει και ως προϋπόθεση τη συνταγματική αλλαγή της μέχρι σήμερα συνταγματικής ονομασίας της γείτονος, η οποία είναι αναγνωρισμένη από εκατόν σαράντα χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο και όχι από τη Ζιμπάμπουε και τη Μπουρκίνα Φάσο, όπως ακούστηκε από αυτό εδώ το Βήμα, αλλά από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής μεταξύ αυτών, τη Ρωσία, την Κίνα, τις μεγαλύτερες χώρες του κόσμου. Περιλαμβάνει, λοιπόν, ως προϋπόθεση τη συνταγματική αλλαγή της συνταγματικής ονομασίας, αλλά και τη συνταγματική αλλαγή για την απαλοιφή κάθε όρου αλυτρωτισμού που εμπεριέχεται στο Σύνταγμα των γειτόνων μας.
Με κάνατε και γέλασα γιατί διαβάσατε το διάγγελμά μου. Και διαβάσατε αυτό που σωστά είπα. Διαβάσατε δηλαδή ότι είπα ότι αποφάσισαν οι γείτονες να αλλάξουν το όνομά τους, από εδώ και στο εξής θα λέγονται «Severna Macedonija» που στα ελληνικά -το είπα και τουλάχιστον έπρεπε να είχατε την ευφυία να το κόψετε εκεί, μπας και γίνει πιστευτό το επιχείρημά σας, το είπατε όμως-, είναι «Βόρεια Μακεδονία».
Ψάχνουν να βρουν διαρκώς να πουν ότι κάπου κοροϊδέψαμε, κάπου είπαμε ψέματα. Τι απάντησε, λοιπόν, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος των Σκοπίων την επόμενη ημέρα; Ερωτήθηκε από το real.gr -διότι έγινε θέμα στα μέσα ενημέρωσης στο διαδίκτυο και στον φιλοαντιπολιτευτικό Τύπο ότι τάχα μου είπαμε ψέματα στο ζήτημα αυτό: «Είναι αλήθεια ότι έχετε συμφωνήσει με την Ελλάδα ότι μπορεί να διαλέξει αν θα σας ονομάζει «Βόρεια Μακεδονία» ή «Severna Macedonija» στις διμερείς σας σχέσεις;» Και η απάντηση του κυβερνητικού εκπροσώπου ήταν η εξής, mot a mot: «Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων υπήρχαν πολλές συζητήσεις προς αυτήν την κατεύθυνση. Γι’ αυτόν το λόγο και ναι, η Ελλάδα έχει αυτήν την επιλογή».
Πάμε παρακάτω. Λέτε και ξαναλέτε, αναμασάτε στην προσπάθειά σας να βρείτε ψεγάδια, ότι δήθεν αυτή η συμφωνία αναγνωρίζει μακεδονικό έθνος. Παρακαλώ δείξτε μου σε ποιο σημείο της συμφωνίας αναγνωρίζεται μακεδονικό έθνος. Εγώ, κύριε Μητσοτάκη, δεν βλέπω πουθενά στη συμφωνία να υπάρχει είτε στην ελληνική μετάφραση είτε στην αγγλική, η λέξη «Μακεδονικό έθνος», «Macedonian nation», η λέξη «εθνότητα», η λέξη «ethnicity».
Εγώ, λοιπόν, κυρίες και κύριοι Βουλευτές, αυτό το οποίο βλέπω στη συμφωνία αυτή, στο άρθρο 7 παράγραφος 5, είναι να διαφυλάσσεται απόλυτα το δικαίωμα σε εμάς να συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε τους όρους που χρησιμοποιούσαμε μέχρι σήμερα για τον χαρακτηρισμό των γειτόνων μας. Θέλετε «Σλαβομακεδόνες»; Θέλετε «Σκοπιανοί»; Δεν μας εμποδίζει κανένας, με βάση αυτήν τη συμφωνία, σε ό,τι αφορά την εθνότητά τους. Και ασφαλώς σε κανένα σημείο του κειμένου δεν υπάρχει αναγνώριση έθνους, αναγνώριση μακεδονικού έθνους.
Βλέπω, επίσης σε αυτήν τη συμφωνία, στο άρθρο 1 παράγραφος 3β, ότι διαφυλάσσουμε απόλυτα το δικαίωμα να χαρακτηρίζουμε εμείς την ιθαγένεια των γειτόνων μας. Ενώ μέχρι σήμερα τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια σε όλα τα ταξιδιωτικά τους έγγραφα -και σας ενημέρωσε ο κύριος Υπουργός των Εξωτερικών- και σε αυτά με τα οποία ταξιδεύουν στη χώρα μας ταξιδεύουν με ιθαγένεια «Macedonian», «Μακεδόνας», λες και ξαφνικά τώρα εμείς ανακαλύψαμε την Αμερική! Εντούτοις εγώ βλέπω ότι στο άρθρο 1 παράγραφος 3β από εδώ και στο εξής θα αναγράφεται στα ταξιδιωτικά έγγραφα δίπλα στη λέξη «Macedonian» που ίσχυε μέχρι τώρα και έμπαιναν στην Ελλάδα και σε όλον τον κόσμο, η φράση «πολίτης της Βόρειας Μακεδονίας».
Βλέπω, επίσης, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι με το άρθρο 7 γίνεται κάτι το οποίο δεν είχε συζητηθεί ουδέποτε και δεν είχε προφανώς κατακτηθεί ουδέποτε στα είκοσι έξι χρόνια που γίνονται διαπραγματεύσεις για το θέμα αυτό και κατά την προσωπική μου εκτίμηση, -μπορεί να έχετε άλλη άποψη- θεωρώ είναι ότι το πιο κρίσιμο θέμα. Θεωρώ ότι είναι το πιο κρίσιμο θέμα γιατί, κατά τη δική μου άποψη, αν θέλετε να κάνω μια παράφραση, η ψυχή μας δεν είναι ο γεωγραφικός προσδιορισμός μπροστά από τη λέξη «Μακεδονία», αλλά είναι η ιστορία μας, είναι η πολιτιστική μας κληρονομιά, είναι τα σύμβολά μας, είναι τα ιστορικά πρόσωπα τα οποία οικειοποιήθηκαν και σφετερίστηκαν όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Και στο άρθρο 7 υπάρχει απόλυτη διαφοροποίηση μια για πάντα από την αρχαία ελληνική κληρονομιά της Μακεδονίας. Μπαίνει δηλαδή οριστικό τέλος στην απόπειρα οικειοποίησης και σφετερισμού της ιστορίας μας, μέσα από την πλήρη, σαφή και ρητή αναγνώριση της ελληνικότητας της αρχαίας μακεδονικής ιστορικής κληρονομιάς, των ιστορικών προσώπων και των ιστορικών συμβόλων της.
Δεσμεύονται, επίσης, οι γείτονές μας με το άρθρο 8 να προβούν σε αλλαγές σε όλα τα μνημεία, σε όλα τα κείμενα τα επίσημα και σε όλες τις επιγραφές όπου υπάρχει αναφορά στην αρχαία ελληνική ιστορία της Μακεδονίας. Ήδη πριν από τη συμφωνία άλλαξαν το όνομα του αεροδρομίου τους, της εθνικής τους οδού, του σταδίου τους και σύντομα -αυτό έχει αποφασιστεί- θα αλλάξουν και το όνομα του αγάλματος στην κεντρική πλατεία των Σκοπίων, όπου σκοπίμως μέχρι σήμερα αναφέρανε ότι είναι το άγαλμα του έφιππου πολεμιστή.
Υποχρεούνται, λοιπόν, με βάση το άρθρο 8, να θέσουν σε όλα τα τυχόν αγάλματα όπου αναφέρονται σε ιστορικά πρόσωπα της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς την επιγραφή ότι πρόκειται, για παράδειγμα, για τον Μέγα Αλέξανδρο, ότι πρόκειται για τον Μακεδόνα πολεμιστή της αρχαίας ελληνικής Μακεδονίας, και είναι σύμβολο της φιλίας και της ενότητας των δύο λαών. Πότε το κερδίσατε εσείς αυτό, που μας παριστάνετε τους μακεδονομάχους; Πότε;
Το ίδιο θα κάνουν και για την Ολυμπιάδα και για τον Φίλιππο και για όλα τα άλλα μνημεία της πολιτισμικής κληρονομιάς των ελληνιστικών χρόνων της Μακεδονίας, που βεβαίως ταυτόχρονα -και θα το αναφέρουν και είναι τιμή μας- είναι κομμάτι της παγκόσμιας πολιτισμικής κληρονομιάς.
Ταυτόχρονα, στο άρθρο 8 υποχρεούνται εντός έξι μηνών σε όποιον δημόσιο χώρο είναι αναρτημένο το δεκαεξάκτινο αστέρι της Βεργίνας να το αποκαθηλώσουν, διότι αυτό το σύμβολο είναι σύμβολο της αρχαίας ελληνικής Μακεδονίας. Πότε εσείς κερδίσατε κάτι τέτοιο, έμποροι του πατριωτισμού;
Όπως επίσης, βλέπω, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, σε αυτή τη συμφωνία, -διότι υπενθυμίζω ότι ήτο μείζον θέμα την περίοδο 1992-1993- ότι απαλείφεται κάθε αλυτρωτισμός από το Σύνταγμα -δεν είναι μια δέσμευση θεωρητική αυτή-, αφού με την αναθεώρηση του Συντάγματός τους θα εξαλείψουν οποιαδήποτε αναφορά σε μειονότητες στις γειτονικές χώρες. Επαναλαμβάνω, είχε αναδειχθεί -και ορθά- ως το μείζον θέμα την περίοδο 1992 – 1993.
Βλέπω, τέλος, για την περιβόητη αυτή συζήτηση για τη μακεδονική γλώσσα, η οποία όμως, ειρήσθω εν παρόδω, ήταν αναγνωρισμένη διεθνώς ήδη από τη Συνδιάσκεψη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών το 1977, να υπάρχει σαφής αναφορά ότι αναγνωρίζεται ως νοτιοσλαβική, ως γλώσσα δηλαδή που δεν έχει καμμία σχέση με την ιστορική κληρονομιά της αρχαίας Μακεδονίας. Διότι ο Αριστοτέλης δεν εκπαίδευε στα σλάβικα τον Μέγα Αλέξανδρο, αλλά χρησιμοποιούσε την αρχαία ελληνική γλώσσα. Αυτά βλέπω εγώ στη συμφωνία που δεν τα βλέπετε εσείς!
Και σας ερωτώ: Έχουν όλα τα παραπάνω σημασία για εσάς ή δεν έχουν; Εσείς που για τόσα χρόνια διαπραγματεύεστε, καταφέρατε ποτέ να τα εξασφαλίσετε αυτά; Ο Νίκος ο Κοτζιάς σας είπε τι δίνατε στις διαπραγματεύσεις. Πείτε μας εσείς τι παίρνατε; Πήρατε τίποτα;
Ας μιλήσουμε, λοιπόν, ανοικτά. Το πρόβλημά σας δεν είναι ότι η συμφωνία είναι κακή. Το πρόβλημά σας είναι ότι έχουμε συμφωνία και -ακόμη χειρότερο για εσάς- ότι αυτή η συμφωνία είναι καλή. Οι μισοί από εσάς δεν θέλατε καμία συμφωνία. Ο Υπουργός Εξωτερικών αναφέρθηκε στα δύο στρατόπεδα, αυτών που αφήνουν τα ζητήματα ανοικτά και αυτών που λύνουν. Οι άλλοι μισοί, όμως -γιατί πράγματι δεν είναι όλοι σε αυτή τη γραμμή που δεν ήθελαν συμφωνία- δεν θέλετε ένα πράγμα: Να είναι αυτή η Κυβέρνηση που αποδεικνύει ότι μπορεί να πετυχαίνει εκεί όπου όλες οι δικές σας κυβερνήσεις αποπειράθηκαν και απέτυχαν.
Πριν πάω στα τετελεσμένα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θα ήθελα να πω τα εξής: Άκουσα με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον τον πρώην Υπουργό Εξωτερικών, τον πρώην Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, τον κ. Βενιζέλο -σας άκουσα σε αυτό εδώ το Βήμα- να λέει ότι υπερασπίστηκε ως Υπουργός Εξωτερικών το 2014, στη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, τη δική σας άποψη και θέση. Ως θέση της χώρας, αλλά τη δική σας. Άκουσα και τον κ. Σαμαρά που το επιβεβαίωσε, ότι δεν ήταν η άποψή του.
Καλά, θα ξεπεράσω το γεγονός ότι είναι εξαιρετικά οξύμωρο να ασκείτε κριτική στον Καμμένο, που έχει άλλη άποψη, ενώ εσείς ως Υπουργός των Εξωτερικών λέγατε ότι είχατε άλλη άποψη, όχι ως Υπουργός Άμυνας. Το ξεπερνάω, όμως, αυτό. Για τον μεν Καμμένο είναι θεσμική εκτροπή, για εσάς, όμως, ήταν θεσμική ισορροπία.
Και διαβάζω εγώ τώρα τις Προγραμματικές Δηλώσεις της Κυβέρνησης, τις πρώτες του κ. Σαμαρά, του 2012, από τον Υπουργό Εξωτερικών τότε, τον κ. Δημήτρη Αβραμόπουλο, ο οποίος λέει επί λέξει: «Σε ό,τι αφορά το θέμα της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας η Ελλάδα επιδεικνύοντας το απαιτούμενο εποικοδομητικό πνεύμα, προέβη σε ένα μείζον συμβιβαστικό βήμα, αποδεχούμενη σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό και χρήση έναντι όλων «erga omnes»». Τι κάνει ο άνθρωπος; Διαβάζει την εθνική γραμμή. Και σε αυτό το θέμα ο κ. Σαμαράς δεν ήξερε; Και σε αυτό το θέμα ο κ. Αβραμόπουλος είχε άλλη άποψη από τον Πρωθυπουργό της Κυβέρνησης; Ποιον κοροϊδεύει;
Και, προφανώς, δεν αναφέρομαι σε εσάς, κύριε Βενιζέλο. Το καταλάβατε το επιχείρημα.
Άρα, εδώ ή ήσασταν, όπως εσχάτως ομολόγησε ο κ. Άδωνις Γεωργιάδης, ο Αντιπρόεδρος, «μπλοφατζήδες και παπατζήδες» ή κοροϊδεύετε και τον ελληνικό λαό και τη διεθνή κοινότητα. Αποφασίστε τι από όλα αυτά κάνατε τόσα χρόνια!
Έρχομαι, λοιπόν, τώρα στο κρίσιμο ερώτημα, το οποίο θέλω να καταθέσω σε όσους διαχειρίστηκαν το Μακεδονικό τόσα χρόνια και κυρίως, βεβαίως, στην Αξιωματική Αντιπολίτευση. Το κρίσιμο ερώτημά μου είναι το εξής: Όταν δημιουργούνταν αυτά τα τετελεσμένα, για τα οποία, μάλιστα, σήμερα μας εγκαλείτε ότι δεν καταφέραμε να τα άρουμε, πού ήσασταν εσείς; Γιατί, προφανώς, εμείς δεν κυβερνάγαμε τη χώρα. Πού ήσασταν, λοιπόν, το 1977, όταν καμία ένσταση δεν υποβλήθηκε για την υιοθέτηση της μακεδονικής γλώσσας στον ΟΗΕ στη Διάσκεψη εδώ στην Αθήνα; Πού ήσασταν όταν ο αείμνηστος Ευάγγελος Αβέρωφ στη Βουλή το 1959 ομίλησε για μακεδονική γλώσσα;
Πού ήσασταν αργότερα όταν ο Ευάγγελος Αβέρωφ έλεγε στον Ποπόφ, τον Υπουργό Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας την περίφημη φράση «Έχομεν φάκελον, τον κρατούμε, όμως, στο συρτάρι» και συμφωνούσαν μυστικά τη γραμμή της σιωπής, τη γραμμή της μη ανοιχτής αντιπαράθεσης για το ζήτημα της ταυτότητας;
Σε αυτή τη συζήτηση στην Αίθουσα υπήρξαν και ενδιαφέρουσες αναφορές από τα χρόνια της Πηνελόπης Δέλτα και του Στρατή Μυριβήλη. Ομολογώ δεν το ήξερα. Καταγράφηκε. Έψαξα. Είναι αληθές. Η Πηνελόπη Δέλτα και ο Στρατής Μυριβήλης έγραφαν για μακεδονική γλώσσα και εθνική συνείδηση. Και τώρα λέτε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε και τα φόρτωσε στην πλάτη του ελληνικού λαού.
Όμως, ας μην πάμε τόσο μακριά. Όταν ανεξαρτητοποιήθηκε αυτό το κράτος τι κάνατε;
Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αποδεδειγμένα επιχείρησε, σε πολύ δύσκολες συνθήκες, να βρεθεί μια βιώσιμη λύση.
Ο κ. Σαμαράς, όμως, που σήμερα σας δίνει γραμμή, τι έκανε; Αφού έβαλε φαρδιά πλατιά την υπογραφή του στον Κοινοτικό Κανονισμό 3567 -αναφέρθηκα και προχθές- στις 2 Δεκέμβρη του 1991, με τον οποίον για πρώτη φορά καταγράφηκε σε κοινοτικό έγγραφο ο όρος «Δημοκρατία της Μακεδονίας», αποφάσισε αργότερα να αντισταθεί επιχειρώντας να ρίξει την κυβέρνηση της οποίας ήταν μέλος και προσπαθούσε να βρει λύση. Όπως κάνετε τώρα κι εσείς! Και αυτό είναι ειρωνεία της τύχης αυτό, κύριε Μητσοτάκη. Δεν είστε μέλος, προφανώς, αλλά επιχειρείτε να ρίξετε με αυτή την πρόταση μομφής μια κυβέρνηση που προσπαθεί να βρει λύση μετά από είκοσι έξι χρόνια. Κι εσείς, κυρία Μπακογιάννη.
Εμένα με ενδιαφέρει στις ιστορικές στιγμές να μαθαίνουν οι νεότεροι, να θυμούνται οι παλιότεροι. Δεν θα αναφερθώ σε αποχαρακτηρισμένα έγγραφα. Θα αναφερθώ, όμως, σε γεγονότα, τα οποία δεν είναι έντονα στη μνήμη των παλιότερων και φυσικά οι νεότεροι δεν τα γνωρίζουν καν.
Ο κ. Σαμαράς, λοιπόν, την 1η Απριλίου του 1992 συναντά τον κ. Πινέιρο, τον Υπουργό Εξωτερικών τότε της Πορτογαλίας, όταν η Πορτογαλία είχε την προεδρία της ΕΟΚ. Ο κ. Πινέιρο του παρουσιάζει το πακέτο πρότασής του, το οποίο περιλαμβάνει τροποποίηση του συντάγματος της χώρας, απολύτως σύμφωνα με τις προτάσεις που έχει υποβάλει η ελληνική πλευρά στην πορτογαλική προεδρία, όπως λέει. Ο κ. Σαμαράς τότε απορρίπτει το όνομα «Νέα Μακεδονία» που επροτείνετο, αλλά καλωσορίζει την υιοθέτηση τω ελληνικών προτάσεων για την αναθεώρηση του συντάγματος της γείτονος που περιλαμβάνονται στο πακέτο Πινέιρο.
Ποιες ήταν αυτές οι προτάσεις; Θα τις καταθέσω, αλλά παρακαλώ μόνο για χρήση των Αρχηγών των Κομμάτων.
Θα τα καταθέσω μόνο για χρήση των Αρχηγών των Κομμάτων, γιατί, ξέρετε, δεν είναι ορθόν να μπούμε και σε μια διελκυστίνδα τώρα με αυτά τα επιχειρήματα.
Έχω, λοιπόν, εδώ το et memoire της πρότασης της ελληνικής πλευράς, όπου πουθενά δεν υπάρχει έστω μια λέξη για αλλαγή αναφορών σε έθνος, γλώσσα. Καμία αναφορά! Για να θυμηθούμε τι διαπραγματευόσασταν.
Ο κ. Σαμαράς, λοιπόν, ουδέποτε ζήτησε αλλαγή σε εθνότητα και γλώσσα από τον κ. Πινέιρο. Για του λόγου το αληθές θα καταθέσω και τα Πρακτικά από τη συνάντησή του με τον κ. Πινέιρο τον Απρίλη του 1992.
Βεβαίως, αργότερα, στην ενδιάμεση συμφωνία, επίσης δεν αναφέρεται σε καμία ρύθμιση που να αφορά το έθνος και τη γλώσσα ούτε καν της ιθαγένειας που ρυθμίζουμε τώρα εμείς με ευνοϊκότερο τρόπο για εμάς, με αποτέλεσμα να παγιωθεί ακόμα περισσότερο από τους γείτονές μας η χρήση του όρου «Μakedonski», «Μακεδόνας», αλλά και η χρήση του όρου μακεδονική γλώσσα όλα αυτά τα χρόνια.
Όμως, και αργότερα, το 2001, όταν υπεγράφη η Συμφωνία της Αχρίδος και από εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναφέρεται ξεκάθαρα αυτή η Συμφωνία σε Μακεδόνες και σε μακεδονική γλώσσα, χωρίς ενστάσεις από την ελληνική πλευρά.
Και έχετε τώρα εσείς το θράσος -εσείς που όλα αυτά τα χρόνια διαπραγματευόσασταν και ουδέποτε είχατε θέσει αυτό το ζήτημα- να λέτε ότι είναι κακή η συμφωνία γιατί δεν πήραμε αυτά τα δύο πίσω.
Πρόκειται για θράσος, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, και πρέπει ο ελληνικός λαός να καταλάβει ότι αυτό είναι θράσος κάποιων οι οποίοι απλά δεν θέλουν να δεχθούν τη μεγάλη επιτυχία αυτής της Κυβέρνησης.
Και για να είμαι απολύτως σαφής για την υποκρισία του κ. Σαμαρά, θέλω να καταθέσω προς χρήση, πάλι, των Αρχηγών των Κομμάτων, τα επίσημα Πρακτικά των συνομιλίων που έγιναν στις 30 Γενάρη του 2013 υπό την Πρωθυπουργία του, όσο και τις συνομιλίες στις 5 Μαΐου του 2014, όπου ο διαπραγματευτής μας λέει ρητά ότι, «Σύμφωνα με τις οδηγίες του, τα ζητήματα της ταυτότητας δεν εμπίπτουν στις συνομιλίες του ΟΗΕ, καθώς δεν αναφέρονται ούτε στις αποφάσεις του ΟΗΕ ούτε στην ενδιάμεση συμφωνία».
Είναι ένα πακέτο εγγράφων το οποίο θα το διαθέσω προς χρήση στους Αρχηγούς των Κομμάτων.
Πού ήταν, λοιπόν, τότε ο πύρινος μαχητής και διεκδικητής των ιερών πεπρωμένων της χώρας και του ελληνισμού για να έρθει να πάρει πίσω την εθνότητα και τη γλώσσα και να κατοχυρώσει τη θέση της χώρας; Και σήμερα με διέψευσε από αυτό εδώ το Βήμα και είπε: «Μα, πώς γίνεται να με κατηγορείτε ότι ήμουν ενδοτικός το 1991, στις δύο κρίσιμες συνόδους, αυτή που ήταν στο πόστο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη -Συμβούλιο Κορυφής- την άλλη εκεί όπου κατεγράφη για πρώτη φορά ο όρος «Δημοκρατία της Μακεδονίας» σε κοινοτική Οδηγία και την άλλη την κρίσιμη συνεδρίαση των Υπουργών Εξωτερικών όπου διελύθη η Γιουγκοσλαβία;» Αυτός, λοιπόν, ο πύρινος μαχητής, ενώ είχε απολύτως δική του την ευθύνη γιατί σε αυτές τις δύο κρίσιμες συνεδριάσεις δεν διεκδίκησε τα ελληνικά συμφέροντα όπως έπρεπε, ήρθε αργότερα να φορτώσει την ευθύνη αυτή στον Πρωθυπουργό του. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Κάνω λάθος;
Και με κατηγόρησε ότι δεν μπορεί να λέω ότι είναι ταυτόχρονα και ενδοτικός, αλλά και αδιάλλακτος. Ακριβώς αυτό λέω, ότι εκεί που χρειαζόταν να είναι αδιάλλακτος, ήταν ενδοτικός και αργότερα εκεί που δεν χρειαζόταν, αλλά έπρεπε να προχωρήσει προς το εθνικό συμφέρον, έκανε τον αδιάλλακτο για να πουλήσει πατριωτισμό. Γι’ αυτό τον κατηγορώ. Για εμπόριο πατριωτισμού, για να χτίσει πολιτική καριέρα.
Και αυτός σας δίνει γραμμή, σήμερα, κύριε Μητσοτάκη. Και μην παίζετε με το κινητό σας κι εσείς όταν ομιλώ, γιατί πριν κι εσείς μου κάνατε παρατήρηση. Αστειεύομαι. Δεν με πειράζει να κοιτάτε το κινητό σας.
Θέλω, λοιπόν, σε αυτό εδώ το σημείο, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, να θυμίσω -και θα καταθέσω το σχετικό έγγραφο στα Πρακτικά, διότι είναι και βίντεο που κυκλοφορεί και δίνω και τη διεύθυνση την ηλεκτρονική- ότι το 1992, όταν ο κ. Σαμαράς αποχώρησε από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, ενώ ήταν δική του η ευθύνη για το γεγονός ότι δεν είχαμε κατοχυρώσει πριν την ανεξαρτητοποίηση αυτής της χώρας ένα άλλο όνομα, βγήκε και είπε στις δηλώσεις του τα εξής: «Ζήτησα από τον κ. Μητσοτάκη να κάνει ξεκάθαρη δήλωση ότι η Ελλάδα δεν αναγνωρίζει στους Σκοπιανούς το δικαίωμα να αυτοαποκαλούνται «Μακεδόνες». Δυστυχώς, ο Πρωθυπουργός δεν το δέχτηκε, διότι ήθελε να αυτοαποκαλούνται «Μακεδόνες». Γι’ αυτό παραιτήθηκε από την κυβέρνηση. Αυτά για να θυμούνται οι παλαιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι.
Ο πύρινος μαχητής, όμως, ήρθε σήμερα να πει ότι εγώ είμαι εθνομηδενιστής και ο κ. Κοτζιάς μέγας εθνομηδενιστής. Όμως, αυτός είναι ο ακλόνητος κριτής του πατριωτισμού των Ελλήνων. Είναι τόσο ακλόνητος, που έχει το αναφαίρετο δικαίωμα όχι μονάχα να ασκεί δριμεία κριτική σε εμένα και στον κ. Κοτζιά, αλλά βεβαίως να ελέγχει ακόμα και τις απόψεις του Προέδρου της Δημοκρατίας, ενός ανθρώπου που είναι γνωστή η πολιτική του διαδρομή και φυσικά το γεγονός του πόσο κοντά ήταν στον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Μας είπε, όμως, ότι δεν έχει καμμία ευθύνη για τη γέννηση του προβλήματος και πως εγώ τον συκοφαντώ.
Αντί, λοιπόν, δικής μου απάντησης, θα ήθελα να παραθέσω, επίσης προς κοινή χρήση, βίντεο -διεύθυνση, δηλαδή, που παραπέμπει σε βίντεο- για να μάθει και να θυμηθεί ο ελληνικός λαός πώς είχε αναφερθεί ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης στη Βουλή το 1993 σε αυτά τα οποία εγώ μίλησα προχθές για τις δύο κρίσιμες συνεδριάσεις. Είχε πει ότι στις 2 Δεκεμβρίου του 1991 ο κ. Σαμαράς είχε δεχτεί, κατά τη συζήτηση του Κανονισμού, να αναφερθεί η Δημοκρατία αυτή για πρώτη φορά με σκέτο το όνομα «Μακεδονία».
Νομίζω, όμως, ότι το σημαντικότερο που θα έχει ενδιαφέρον να κατατεθεί στα Πρακτικά είναι το τι ακριβώς έλεγε τότε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, σε μια συνέντευξή του που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Σταύρου Τζίμα με τίτλο «Επίκεντρο», για αυτήν την κρίσιμη συνεδρίαση, όταν διαλύθηκε η Γιουγκοσλαβία. Ο κ. Μητσοτάκης είχε τηλεφωνήσει, διότι προφανώς ήταν σύνοδος των Υπουργών Εξωτερικών, και του είχε ζητήσει ουσιαστικά να διεκδικήσει να λυθεί το θέμα, ακριβώς διότι είχε αναγνώσει ότι υπήρχε ένας διακαής πόθος από την πλευρά της Γερμανίας για την ανεξαρτητοποίηση της Κροατίας και της Σλοβενίας, οπότε ανέθετε ζήτημα και πίστευε ότι μπορούσαμε να το κερδίσουμε.
Λέει, λοιπόν, κατά γράμμα: «Τα έκαμε μούσκεμα. Δεν φταίει αυτός, εγώ φταίω που έστειλα έναν άπειρο άνθρωπο. Υποχώρησε στην αφόρητη πίεση».
Προσέξτε! «Θα υποχωρούσε ούτως ή άλλως. Εγώ δεν διαφώνησα γιατί υποχώρησε. Του είπα, όμως, μετά: “Ανόητε. Εκείνη την ώρα θα μπορούσες να πάρεις ό,τι ήθελες, να πεις «υποχωρώ, αλλά θέλω να μου λύσετε το πρόβλημα των Σκοπίων». Οι Γερμανοί θα έλυναν τότε το πρόβλημα των Σκοπίων με αντάλλαγμα αυτό της Κροατίας”».
Τώρα έρχεται, λοιπόν, μας κουνάει το δάχτυλο και σας δίνει και γραμμή, κύριε Μητσοτάκη.
Επειδή έχω ήδη υπερβεί κατά πολύ τον χρόνο, δεν θα συνεχίσω. Σας προειδοποίησα προχθές, κύριε Μητσοτάκη, ότι θα είναι λίγο επώδυνη για εσάς αυτή η συνεδρίαση, ακριβώς γιατί δεν θα μετρηθείτε μονάχα με τις ευθύνες σας απέναντι στην ιστορία, αλλά θα μετρηθείτε και με την οικογενειακή σας πολιτική ιστορία.
Έρχομαι, λοιπόν, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι και σας ρωτώ ευθέως: Έχουμε μπροστά μας μια συμφωνία. Σας παρουσιάσαμε το γιατί θεωρούμε και εγώ και ο κ. Κοτζιάς ότι είναι η καλύτερη που είχε ποτέ η χώρα τα τελευταία χρόνια. Μπορεί να υπάρχουν αντιρρήσεις σε αυτό. θέλω να σας ρωτήσω, όμως, ευθέως το εξής: Μετά από όλα αυτά τα χρόνια και όλα αυτά που έχουν γίνει, είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας να μην διαιωνίζεται αυτή η διαφορά με τους βόρειους γείτονές μας, όταν, μάλιστα, αυτοί αποδέχονται «erga omnes» γεωγραφικό προσδιορισμό πριν από το όνομα «Μακεδονία», αποδέχονται να ξεκαθαρίσουν -το κρισιμότερο!- ότι δεν έχουν καμμία σχέση με την κληρονομιά, τη γλώσσα, την παράδοση, τα σύμβολα της αρχαίας Μακεδονίας. Είναι προς το συμφέρον μας να διαιωνίζεται, ναι ή όχι;
Είναι προς το συμφέρον μας να διαιωνίζεται; Ναι ή όχι; Είναι προς το συμφέρον του τόπου να διαιωνίζεται; Είναι στάση εθνική, πατριωτική σε μια περίοδο μάλιστα που οι προκλήσεις στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια και στο Αιγαίο είναι τεράστιες για τη χώρα; Σε μια περίοδο που αναπόσπαστα η έγνοια μας, το διπλωματικό μας κεφάλαιο πρέπει να στοχοπροσηλωθεί στην Κύπρο και στο Αιγαίο.
Είναι προς το συμφέρον μας να κρατάμε με δική μας ευθύνη πια ανοιχτό ένα αχρείαστο μέτωπο στην εξωτερική μας πολιτική; Είναι πατριωτισμός αυτό; Αν το πιστεύετε, πείτε το στον ελληνικό λαό.
Θεωρείτε, επίσης, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι αυτή η μικρή χώρα, η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας συνιστά απειλή για την Ελλάδα; Αυτή είναι η εθνική μας αυτοπεποίθηση; Μια χώρα του ενάμισι εκατομμυρίου συνιστά απειλή; Ή μήπως θεωρείτε επωφελές για τη χώρα το κράτος αυτό να μείνει έρμαιο στις ορέξεις τρίτων δυνάμεων που επενδύουν δισεκατομμύρια στην περιοχή, μεταξύ των οποίων και η Τουρκία; Αν το πιστεύτε, πείτε το.
Ή μήπως πιστεύετε ότι θα ήταν καλό για τη χώρα αυτό το κράτος να μην υπάρχει καν και ότι είναι προς όφελός μας να διαλυθεί; Να διαλυθεί προς όφελος ποίου; Προφανώς, προς όφελος μιας μεγάλης Αλβανίας και μιας μεγαλύτερης Βουλγαρίας. Διότι περί αυτού πρόκειται. Εάν θεωρείτε ότι αυτό είναι εθνικό και πατριωτικό συμφέρον, πείτε το. Εξηγήστε μας ποιο ακριβώς εθνικό συμφέρον εξυπηρετεί αυτή η εξέλιξη.
Εγώ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, έχοντας όχι την ευθύνη της διαχείρισης του πολιτικού κόστους, αλλά την πλήρη συναίσθηση της ευθύνης της διαχείρισης ενός κρίσιμου για τη χώρα εθνικού θέματος, δηλαδή την πλήρη συναίσθηση της ιστορικής και πατριωτικής ευθύνης, αρνούμαι να δεχθώ αυτή τη φοβική και μίζερη αντίληψη για την πατρίδα μου. Αρνούμαι!
Αρνούμαι να αποδεχθώ αυτό το μίζερο και φοβικό ορισμό του πατριωτισμού που έδωσαν από αυτό εδώ το βήμα δεκάδες έμποροι του πατριωτισμού.
Διότι δεν είναι πατριωτισμός το μίσος προς τις πατρίδες των άλλων. Δεν είναι πατριωτισμός, όπως είπε και ο Υπουργός των Εξωτερικών, να επιμένεις στη διατήρηση των εκκρεμοτήτων και στις μεγαλοστομίες. Θυμηθείτε, οι μεγαλοστομίες ήταν αυτές που οδήγησαν τον τόπο σε εθνικές τραγωδίες, όπως στην περίπτωση της Κύπρου.
Εγώ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αναλαμβάνω την ιστορική και πολιτική ευθύνη, εγώ και η Κυβέρνησή μου, γιατί πιστεύω ότι πατριωτισμός είναι να προστατεύουμε την ιστορική και πολιτισμική μας κληρονομιά και ταυτόχρονα, να κάνουμε την Ελλάδα πρωταγωνίστρια δύναμη συνεργασίας και συνανάπτυξης στα Βαλκάνια, ηγέτιδα δύναμη σταθερότητας και συνεργασίας στα ανατολικά σύνορα της Ευρώπης. Αυτό είναι πατριωτισμός. Αυτό είναι πατριωτικό όραμα και αίσθηση εθνικής αυτοπεποίθησης.
Γι’ αυτό, φίλες και φίλοι, συνάδελφοι και συναδέλφισσες, πιστεύω ότι πρέπει να προχωρήσουμε. Πιστεύω ότι η Ελλάδα δεν είναι μια αδύναμη, μικρή και φοβική χώρα. Δεν μπορεί να παραμείνει δέσμια συμπλεγμάτων κατωτερότητας και μανίας καταδιώξεως από αόρατους εχθρούς και δεν μπορεί να είναι κομπάρσος σε γεωπολιτικά παιχνίδια άλλων. Είναι μια χώρα που ανακτά τη χαμένη της αυτοπεποίθηση, που κινείται στο διεθνές πεδίο ενεργά, διερευνώντας συμμαχίες και συνεργασίες, μια χώρα με στόχους, ιεραρχήσεις στην εξωτερική της πολιτική, που ξέρει να διαβλέπει κινδύνους και να τους προλαβαίνει, που αναγνωρίζει την ιστορική βαρύτητα του ρόλου της στα Βαλκάνια και στη Μεσόγειο, ενός ρόλου ηγετικού στη βάση όμως της φιλίας και της ανάπτυξης των χωρών της περιοχής.
Σας καλώ όλοι μαζί να αναλογιστούμε τι είναι αυτό που έκανε την Ελλάδα σπουδαία στο πέρασμα των αιώνων.
Είναι η ιστορία της, είναι ο πολιτισμός της, είναι οι αξίες της. Είναι η Ελλάδα της δημοκρατίας, της ελευθερίας, της ειρήνης και της συνεργασίας. Γι’ αυτή, λοιπόν, την Ελλάδα εγώ αισθάνομαι ότι έχει ιστορική ευθύνη η Εθνική Αντιπροσωπεία να εργαστεί, αυτή την Ελλάδα του αύριο να οικοδομήσει.
Με αυτές, λοιπόν, τις σκέψεις καλώ να απορρίψετε την πρόταση δυσπιστίας της Νέας Δημοκρατίας και να προχωρήσουμε μαζί, να γυρίσουμε σελίδα για την Ελλάδα του αύριο, όχι την Ελλάδα του χθες, της μιζέριας και της χρεοκοπίας. Για την Ελλάδα που μας αξίζει, να πάμε μπροστά.
Σας ευχαριστώ θερμά.