Ο «διεθνής» Κερκυραίος σολίστ και μαέστρος, αναπολεί μνήμες «Παλαιάς», αξιολογεί τα μικρά σταυροδρόμια ως την παγκόσμια καταξίωση, προτείνει τη μουσική ως αντίδοτο στην κρίση και συνεχίζει να ονειρεύεται.
Σαν alternative hero του Λουντέμη… Μόνο που τούτο το παιδί, ‘κεί πέρα που καθόταν, χρόνια πριν, και κοίταγε τα άστρα, δεν ήθελε φιλίες με βιβλία. Τούτον τον γοήτευαν κάτι αλλούτερες σελίδες. Με πέντε οριζόντιες γραμμές κι εκείνο το περίεργο «κλειδί» στο έμπα τους, στ’ αριστερά. Πεντάγραμμα, του τα ‘παν… Παρτιτούρες… Τα «γράμματα» μιας άλλης αλφαβήτας, που δεν έβγαινε, ως ήχος, απ’ τα δόντια, αλλά απ’ ένα κατεργασμένο κομμάτι από μαυρόξυλο, που οι δασκάλοι, στα μαρμάρινα σκαλιά της Φιλαρμονικής, του το ‘παν «clarinettο»…
Η διαδρομή του Διονύση Γραμμένου, απ’ τους άγουρους καιρούς, μαθητούδι στην «Παλιά», ίσαμε τις γειτονιές του κόσμου, αποδεικνύεται ένα υπέροχο ταξίδι δίχως ευδιάκριτα όρια. Ίσως, απλά, να μην υπάρχουν όρια. Απ’ τη διεθνή καταξίωση ως σολίστ («European Young Musician of the Year» 2008, Rising Star 2014), στο πόντιουμ, μαέστρος, παγκόσμιων music facts (πρώτος Έλληνας που κλήθηκε, πέρσι, να διευθύνει στο μεγαλύτερο φεστιβάλ κλασικής μουσικής στις ΗΠΑ – American Academy of Conducting, Φεστιβάλ Άσπεν). Κι από εκεί, σε μια διαρκή διαδικασία καλλιτεχνικών αναζητήσεων, με «πυξίδα» την αλήθεια εκείνης της παλιάς, ανώνυμης σοφίας: «Τα όνειρά σου; Γίνονται…».
- Διονύση, θα είσαι το Πάσχα στο νησί;
«Δυστυχώς, δεν είμαι σίγουρος αν θα τα καταφέρω. Ελπίζω…» (ΣτΣ η συνέντευξη δόθηκε παραμονές της Μ. Εβδομάδας)
- Δεδομένων των άρρηκτων δεσμών των Κερκυραίων με τ’ αρώματα, τους ήχους αυτών των ημερών, πώς την έχεις βιώσει αυτήν την απουσία; Γιατί την έχεις βιώσει…
«Ναι. Τα τελευταία 7-8 χρόνια, έχω κάνει Πάσχα στο νησί μόνο τρεις φορές. Νιώθεις μια απώλεια, μια νοσταλγία. Κι αυτό δε συνηθίζεται. Κάθε φορά που λείπεις, είναι το ίδιο. Κάνεις ένα flash back στις πρώτες σου μνήμες… Στο ξεκίνημα… Αναπολείς… Για μένα όλη η Μεγάλη εβδομάδα είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη Φιλαρμονική («Παλαιά»). Οι πρόβες, οι επιτάφιοι, Adagio, Amleto… Άλλοι ήταν με τις οικογένειές τους ή πήγαιναν εκκλησία, εμείς συνεχώς με τη στολή. Μεγαλώσαμε μ’ αυτά. Και όταν ξαφνικά αποκόβεσαι λόγω υποχρεώσεων, μοιάζει τόσο παράξενο… Για τον Κερκυραίο το Πάσχα είναι η πιο ξεχωριστή στιγμή της χρονιάς. Αν είσαι μουσικός, ακόμη περισσότερο…»
- Απ’ τα σκαλιά της «Παλαιάς», στη διεθνή καταξίωση. Πόσο δύσβατη ήταν, τελικά, αυτή η διαδρομή;
«Σίγουρα, υπήρξαν δυσκολίες. Όπως θα υπήρχαν ο,τιδήποτε άλλο κι αν έκανα. Κάποιος πολύ σπουδαίος, όμως, είπε κάποτε αυτό: “Να κάνεις πάντα αυτό που αγαπάς, γιατί, αν το αγαπάς, στις δυσκολίες δεν θα τα παρατήσεις”. Με εκφράζει απόλυτα. Υπάρχουν φορές που καλείσαι να ξεπεράσεις τον εαυτό σου, να υπερβείς ένας πολύ υψωμένο πήχη… Δεν είναι εύκολο. Όταν, όμως, τ’ αγαπάς, αφιερώνεσαι σ’ αυτό και γίνεται ο σκοπός σου…»
- Πέτυχες τόσα πολλά σε σχετικά σύντομο διάστημα. Πόσο εύκολη υπήρξε η διαχείριση όλου αυτού; Κυρίως σε επίπεδο πνευματικό, προσωπικότητας…
«Ιδίως στα πρώτα βήματα, όταν ακόμη ψάχνεις το βηματισμό, την ταυτότητά σου, κρύβονται κίνδυνοι. Είσαι, ίσως, πιο “ευάλωτος”. Νομίζω, όμως, ότι το αντίδοτο, η “προστασία” είναι η ίδια η μουσική. Όταν, φερ’ ειπείν, σε νεαρή ηλικία έχεις να παίξεις ένα έργο του Μπετόβεν ή του Μπραμς, θες δε θες, ωριμάζεις. “Φεύγεις” απ’ την ηλικία σου. Έρχεσαι face to face με έργα, καταστάσεις, κείμενα, που πρέπει να ωριμάσεις για να τ’ αντιμετωπίσεις. Η μουσική σε βοηθάει από μόνη της να διευρύνεις ορίζοντες. Και ταυτόχρονα, η διαδικασία. Η δουλειά, ο προσωπικός αγώνας, η υπέρβαση των δυσκολιών, προσθέτουν επιπλέον εμπειρίες, για ν’ αλλάξεις αντίληψη ως προς το πώς ν’ αντιμετωπίζεις καταστάσεις. Παράδειγμα, το να βγαίνει ένα νέο παιδί και να παίζει μπροστά σ’ ένα κοινό κάποιων χιλιάδων θεατών ή, στα 20 του, να διευθύνει μια ορχήστρα με καταξιωμένους μουσικούς 50 ετών, είναι από μόνο του ένα πολύ μεγάλο μάθημα. “Χτίζει” χαρακτήρα…»
- Η «μετάβαση» από σολίστ στη διεύθυνση ορχήστρας πώς προέκυψε; Ήταν μια προσωπική σου ανάγκη αναζήτησης νέων δρόμων;
«Ακριβώς! Ενός διαφορετικού ρεπερτορίου. Κατ’ αρχήν, κάθε μαέστρος πρέπει να ξεκινήσει από κάπου. Με ένα όργανο. Μετά, για να γίνει κάποιος σπουδαίος μαέστρος, είναι απαραίτητο να έχει φθάσει, ως εκτελεστής του οργάνου, σ’ ένα πολύ υψηλό επίπεδο. Γιατί ο μαέστρος είναι αυτός που θα ζητήσει απ’ την ορχήστρα να παίξει μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο. Αν ο ίδιος δεν ξέρει πώς αποδίδει ένας μουσικός, πώς μπορεί να παίξει καλύτερα και τι χρειάζεται για να τον καθοδηγήσει προς αυτό το δρόμο –άρα πρέπει να έχει περάσει απ’ τη θέση του-, υπάρχει πολύ μεγάλη δυσκολία στο να το καταφέρει. Είναι απαραίτητο, άρα, ένας μαέστρος να έχει υπάρξει μουσικός σε υψηλό επίπεδο, απ’ την άλλη, όμως, δε σημαίνει και ότι κάποιος που έχει φθάσει κάπου ως μουσικός, μπορεί να γίνει και καλός μαέστρος. Η “διπλή συνεπαγωγή”, όπως λέμε στα μαθηματικά, εδώ δεν ισχύει…»
- Τι extra χρειάζεται ο καλός μαέστρος σε σχέση με τον καλό μουσικό;
«Είναι μια ποικιλία χαρακτηριστικών. Πρώτα απ’ όλα, μουσική αντίληψη στο να καταλάβει το κείμενο του κάθε συνθέτη. Ένας κλαρινετίστας, για παράδειγμα, έχει ένα πολύ συγκεκριμένο ρεπερτόριο. Ενώ η ορχήστρα, ένα πάρα πολύ μεγάλο – απ’ την μπαρόκ ως την μοντέρνα μουσική, μια μεγάλη ποικιλία συνθετών, από διαφορετικές περιόδους, με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Μετά, είναι η προσωπικότητά σου. Όταν στέκεσαι στο πόντιουμ, πρέπει να μπορείς να καθοδηγήσεις τα άτομα, την ορχήστρα. Να είσαι leader. Nα σε πιστέψουν, να τους πείσεις να σε ακολουθήσουν. Να τους πάρεις μαζί σου και να τους οδηγήσεις εκεί που θες. Και τέλος, μεγάλο ρόλο παίζει η τεχνική ενός μαέστρου. Τα χέρια του, η έκφρασή του… Και ο τρόπος που κάνει πρόβα, που ζητάει πράγματα. Ο μαέστρος δεν είναι αυτός που βλέπουμε στη συναυλία. Αλλά αυτός που έχει δουλέψει όλη την εβδομάδα….»
- Εσύ και ως σολίστ και ως μαέστρος, στόχους οριοθετείς; Υπάρχει «ταβάνι;»
«Ταβάνι, όχι. Δεν υπάρχει. Γιατί η μουσική είναι απύθμενη. Το βλέπω και στους πολύ – πολύ μεγάλους σολίστες και μαέστρους, που, όπου και να φθάσουν, δεν μπορούν να σταματήσουν να δίνουν περισσότερα, διαφορετικές ερμηνείες σε έργα, που, ενδεχομένως, έχουν παίξει χιλιάδες φορές. Γιατί ένα κομμάτι μπορεί να αποδοθεί με εκατοντάδες διαφορετικές προσεγγίσεις. Εγώ αυτό που ζητώ είναι να συνεχίσω την καριέρα μου στο εξωτερικό, να διευθύνω μεγάλες ορχήστρες – σε ρεπερτόριο που θέλω. Αυτό είναι το μεγάλο μου όνειρο. Να δουλέψω στην όπερα με τους τραγουδιστές, το σκηνοθέτη – αυτό είναι επίσης ένα μεγάλο κεφάλαιο. Γιατί όλες οι μορφές της τέχνης συνυπάρχουν εκεί…».
- Τελικά, η μουσική είναι «ενιαία»; Μπορεί ένας «κλασικός» να προσεγγίσει με ουσιαστικό ενδιαφέρον ένα, π.χ. λαϊκό ή pop άκουσμα;
«Η ρίζα είναι η ίδια. Η φόρμα αλλάζει. Η διάρκεια, η ενορχήστρωση, οι τρόποι. Είναι όπως η γλώσσα μας. Όλη την ίδια μιλάμε. Αλλά καθένας τη χρησιμοποιεί διαφορετικά, γράφει με διαφορετικό τρόπο – άλλος πιο λόγια, άλλος πιο “λαϊκά”, άλλος πιο χιουμοριστικά. Προσωπικά, ακούω pop μουσική. Άλλωστε, βρίσκεται στην καθημερινότητά μας. Στο γυμναστήριο, στο ραδιόφωνο ενώ οδηγάς στ’ αμάξι, στο café… Μέσα απ’ αυτό μπορείς να βρεις τι σου ταιριάζει περισσότερο…»
- Η εποχή της κρίσης… Τελικά, αυτό που λένε πολλοί, ότι η μουσική –ευρύτερα, η τέχνη- μπορεί να λειτουργήσει ως αντίδοτο, το θεωρείς πραγματικό; Ή είναι απλά μια εύηχη μεν, πλην εξιδανικευμένη προσέγγιση;
«Καλή ερώτηση… Το σίγουρο είναι πως όλη αυτή η ενασχόληση, η παιδεία της μουσικής και των τεχνών, προσφέρει τη δυνατότητα καλλιέργειας του εσωτερικού κόσμου. Κι αυτό το θεωρώ πρωτογενώς απαραίτητο για να βιώσουμε διαφορετικά την καθημερινότητά μας. Μιλάμε συνεχώς για εξωτερικούς παράγοντες – την οικονομία, την πολιτική, τις συνθήκες που δημιουργούνται από άλλους-, αλλά πολύ λίγο για το πώς μπορούμε εμείς οι ίδιοι να επηρεάσουμε αυτές τις συνθήκες. Αν κάποιος διευρύνει τον ορίζοντά του, αν αλλάξει το μέσα του, το πώς αντιμετωπίζει τα πράγματα, ίσως μπορέσει να διαχειριστεί καλύτερα καταστάσεις. Υπό αυτή την οπτική, εκτιμώ ότι η κουλτούρα του καθενός είναι αυτή που μπορεί να δώσει μια διαφορετική ροή στην καθημερινότητα του…»
- Εντέλει, η επιτυχία τι είναι; Τύχη; Δουλειά; Συνδυασμός πραγμάτων;
«Πολύ δύσκολη η απάντηση… Άλλωστε, καθένας την επιτυχία την ορίζει διαφορετικά. Επιτυχία, για παράδειγμα, θεωρώ και το να έχω μια ομαλή καθημερινότητα. Στο κομμάτι, πάλι, της μουσικής, είναι συνδυασμός. Στόχων, δουλειάς, συνέπειας… Στόχος όχι με την έννοια της “φιλοδοξίας”. “Φιλοδοξία”, σημαίνει “φίλος της δόξας” – και δεν θεωρώ αυτό το νόημα. Αλλά ως την ανάγκη μου να εκφραστώ, να δημιουργήσω. Μια εσωτερική ανάγκη να εμφανιστώ στη σκηνή και να κάνω μουσική, να δουλέψω με την ορχήστρα μια συμφωνία, για παράδειγμα, του Μάλερ. Ή του Μπετόβεν. Για να το πετύχω αυτό, πρέπει να δουλέψω. Να μελετήσω, να πάρω εμπειρίες, να διδαχτώ…»
- Αν έγραφες εσύ το μυθιστόρημα του προσωπικού σου success story, θα έβαζες για τίτλο…;
«Δε θέλω να ακουστεί πολύ ρομαντικό, αλλά θα έγραφα το εξής: “Μπορείς να κάνεις τα όνειρά σου πραγματικότητα!” To πιστεύω πάρα πολύ. Είναι, τώρα, δέκα χρόνια που κάνω αυτό το πράγμα και κάθε χρόνο το εξελίσσω, αισθάνομαι να έχω μια ανοδική πορεία. Και, πραγματικά, δεν είναι τυχαίο. Έχω δουλέψει κι έχω κουραστεί πολύ για να γίνει. Όλο αυτό, όμως, ξεκίνησε κάποτε από το όνειρο ενός μικρού παιδιού. Που ξεκίνησε από μια μικρή γωνιά του χάρτη, την Κέρκυρα, άρχισε να παίζει μουσική στην μπάντα, ερωτεύτηκε τη μουσική, έγινε το πάθος του κι άρχισε να πλάθει στο μυαλό του πώς θα ήταν αν ανέβαινε στο πόντιουμ ή αν γινόταν σολίστ…»
Η συνέντευξη του Διονύση Γραμμένου στον Ηλία Αλεξόπουλο δημοσιεύτηκε στο 1ο τεύχος του περιοδικού «CorfuMagazine» (Απρίλιος 2017). Ραντεβού για το νέο τεύχος αρχές Μαΐου.